Ολες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι από τις πρώτες εκλογές, αυτές της απλής αναλογικής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση – δεν βγαίνουν τα νούμερα. Ετσι, τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης αποσκοπούν στην όσο το δυνατόν καλύτερη καταγραφή των δυνάμεών τους προκειμένου να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην αφετηρία για τις δεύτερες εκλογές, για τις οποίες, όπως έχει διακηρύξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιδίωξή του είναι η αυτοδυναμία της ΝΔ.
Επομένως, είναι αυτονόητο η συζήτηση να επικεντρώνεται στο αν ο Μητσοτάκης θα καταφέρει τον στόχο του ή, εάν προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, ποιος θα έχει τον πρώτο και καθοριστικό λόγο και με ποιον θα συνεργαστεί για να σχηματίσει κυβέρνηση. (Αυτό, άλλωστε, είναι το πρωτεύον στις εκλογές. Να προκύψει κυβέρνηση.)
Ωστόσο, σε δεύτερο πλάνο, καταγράφονται νέα δεδομένα σε μια άλλη μάχη, τη μάχη για την ηγεμονία της Κεντροαριστεράς ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Υπό αυτό το πρίσμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πώς θα καταγραφεί ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην Κουμουνδούρου και τη Χαριλάου Τρικούπη στις δύο επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Οσο και αν στον ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν στα περί «προοδευτικής διακυβέρνησης», η πρώτη δημόσια μάχη αυτού του «απόκρυφου πολέμου» στον χώρο της Κεντροαριστεράς δόθηκε με τις ασύμμετρες δηλώσεις της Πόπης Τσαπανίδου περί εκβιασμού του Νίκου Ανδρουλάκη, αν τελικά συνεργαστεί με τη ΝΔ – δηλώσεις που προκάλεσαν την οξεία απάντηση της Χαριλάου Τρικούπη.
Με αυτή την πρωτοβουλία της Τσαπανίδου τραυματίστηκαν βαθιά οι πιθανότητες συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κόμματα. Ηταν αναπόφευκτο; Γιατί έγινε;
Η πιο πειστική εξήγηση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας κάνουν από τώρα διαχείριση ήττας. Με τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων σταθεροποιείται η πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να νικήσει τη ΝΔ του Μητσοτάκη και θα υποστεί δύο επιπλέον διαδοχικές ήττες. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς ανιχνεύονται αισθητές διαρροές του προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, της τάξεως του 8-10%. Αυτό μπορεί να δείχνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει σε δυναμική και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ενισχύεται. Υπάρχει, επομένως, ο φόβος να φανεί ότι ο Τσίπρας απέρχεται σταδιακά και πως ο κ. Ανδρουλάκης έρχεται. Κι αυτό σπεύδει να προλάβει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ με τις δηλώσεις Τσαπανίδου, αλλά και με όσα είπε κατά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στο Περιστέρι: να μην του πάρει τον αέρα ο Ανδρουλάκης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουν και έναν δεύτερο παράλληλο κίνδυνο: αν η ΝΔ δεν πετύχει την αυτοδυναμία και αναγκαστεί να δεχθεί τους όρους του Ανδρουλάκη για να σχηματιστεί κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα είναι πολιτικά δυναμωμένο ως κόμμα εξουσίας πλέον και ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να είναι στο τέλος ενός ακόμα εκλογικού κύκλου, αλλά και για μία ακόμα βασανιστική τετραετία περιθωριοποιημένος.
Για να αποδυναμωθεί η τάση ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το οποίο από τη στιγμή που ηρέμησε και ξέχασε τους αφορισμούς άρχισε να «τσιμπάει», η Κουμουνδούρου οξύνει την επίθεσή της, ακόμα και με προσωπικές πλέον επιθέσεις κατά του Ανδρουλάκη.
Ωστόσο, το κάνει με ακραίο, στα όρια της πολιτικής φαιδρότητας τρόπο, προκαλώντας τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα: ενισχύει τη συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποξενώνεται από ένα τμήμα κεντρώων ψηφοφόρων που πάντα (του) είναι απαραίτητο.
Υπό αυτά τα δεδομένα, στη Χαριλάου Τρικούπη έχουν αναθαρρήσει: βλέπουν ότι ο ρόλος τους γίνεται καθοριστικός, τουλάχιστον στην κάλπη της απλής αναλογικής, και ευελπιστούν ότι στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι προοπτικές για ικανοποιητικό διψήφιο ποσοστό, θα επικυρωθεί η στρατηγική αυτονομίας και δυναμικής που έχει εξαγγείλει ο Ανδρουλάκης.
Ετσι διαμορφώνονται οι συνθήκες για να αντέξουν στην πίεση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες κάλπες και υπάρχει πλέον παράθυρο ευκαιρίας για ανάκτηση της ηγεμονίας στην Κεντροαριστερά. Αρκεί βέβαια να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ να πείσει κάποια στιγμή ότι έχει άποψη για τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να γίνει παρακολούθημα της ΝΔ.
Την απάντηση θα τη δώσει η ηγεσία του κόμματος. Αλλά κυρίως, θα τη δώσουν οι κάλπες…