Το 2021 το τρώει η πανδημία. Όχι όλο. Ένα μεγάλο μέρος όμως σίγουρα. Το 2022 όλοι ελπίζουν να είναι μια νέα χρονιά. Χωρίς lockdown, με όπλα τους εμβολιασμούς, τα φάρμακα, καλώς εχόντων των πραγμάτων χωρίς απειλητικές μεταλλάξεις και με τις μηχανές στο φουλ για να καλύψουμε, όσο το δυνατόν ταχύτερα, περισσότερο χαμένο έδαφος από την οικονομική ζημιά της πανδημίας. Επομένως, το 2023, εκεί κοντά στον Ιανουάριο-Φεβρουάριο, θα μπορούσε άνετα να είναι μια καλή στιγμή για εκλογές. Αυτό τουλάχιστον εκτιμούν διάφοροι αξιωματούχοι, εντός και εκτός συνόρων, οι οποίοι βάζοντας στο κάδρο και τις εκλογές στη Γερμανία –το φθινόπωρο του 2021– αλλά και στη Γαλλία, την άνοιξη του 2022, θεωρούν πως δύσκολα θα βλέπαμε κάλπες στην Ελλάδα φέτος ή/και τον επόμενο χρόνο.
Αυτό βέβαια επαφίεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη και δεν μπορεί να το ξέρει ή να το αποφασίσει κανένας άλλος. Εκείνο όμως που μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας είναι πως, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, θα είναι η οικονομική κατάσταση της μεσαίας τάξης στην ποδιά της οποίας θα… σφαχτούν παλικάρια. Δεν είναι τυχαία η «επιστροφή» του όρου στον δημόσιο διάλογο και μάλιστα σε συνάρτηση με δύο σημαντικά γεγονότα:
Το πρώτο είναι η κατάθεση του Ελλάδα 2.0 στις Βρυξέλλες, που με τις 4.000 σελίδες του και τα μεγάλα και μικρά έργα του, φιλοδοξεί να αποτελέσει το μαγικό «ραβδί» για να μεταμορφωθεί η ελληνική οικονομία σε μια πράσινη, ψηφιακή οικονομία με βιώσιμη ανάπτυξη. Για μικρές, μεσαίες αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιώτες, εργαζόμενους και πολλούς άλλους που θα ωφεληθούν, πρωτογενώς, δευτερογενώς ή τριτογενώς από τις δράσεις του Σχεδίου.
Το δεύτερο είναι αυτό για χάρη του οποίου οι μνημονιακές κυβερνήσεις –αλλά και ο μεταμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ– θα σκότωναν: το ξήλωμα του πουλόβερ της υπερφορολόγησης με την είσοδο των φοροελαφρύνσεων στο τραπέζι. Μάλιστα, αν κάποιος είχε διάθεση για λίγο χιούμορ, ένα σαρδόνιο γελάκι θα το έσκαγε ακούγοντας τις ανακοινώσεις για το τελευταίο πακέτο ελαφρύνσεων, αμέσως μόλις τελείωσε ο 10ος μεταμνημονιακός έλεγχος της ελληνικής οικονομίας από τους θεσμούς. Την παλιά τρόικα, που όπως και να την αναβαπτίσαμε, ελεγκτές ήταν, ελεγκτές είναι και ελεγκτές θα παραμείνουν μέχρι να….σβήσει ο ήλιος του χρέους που χρωστάμε…
Όπως όμως και αν το δει κάποιος, το γεγονός ότι η κυβέρνηση μπορεί και υλοποιεί σταδιακά το σχέδιο φοροελαφρύνσεων που είχε σχεδιάσει είναι μια μικρή –ή μεγάλη– νίκη. Πρόκειται για μια στιγμή που όλη η Ευρώπη έχει χτυπηθεί από την πανδημική κρίση. Για μια στιγμή που τα ελλείμματα είναι μια χαμένη υπόθεση για φέτος, ίσως και για τον επόμενο χρόνο και που όλοι –ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί– αντιλαμβάνονται πως χωρίς ανάπτυξη καμία οικονομία δεν θα σηκώσει κεφάλι. Ούτε οι μεγάλες ούτε φυσικά και οι μικρότερες.
Με τα δισεκατομμύρια από τις Επιστρεπτέες, από τα μέτρα στήριξης, τις υποσχέσεις των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, δομικές αλλαγές, όπως οι φοροελαφρύνσεις που προωθούνται, ανακοινώνονται και τις αφήνουμε εύκολα, ως πληροφορία, μετά στην άκρη. Είναι κλειστή και η οικονομία, είναι και ο κόσμος περιορισμένος, είναι και οι αναστολές ενεργές σε πολλά επίπεδα, το όφελος των αλλαγών αυτών θα ξεκινήσει να φαίνεται αργά και σταδιακά στην οικονομία.
Με δεδομένο ότι δεν είναι εφικτό να αποσυρθούν με τη μία τα υπερβολικά φορολογικά βάρη και για όλους, η προτεραιότητα που δίνεται στην παρούσα φάση είναι η ελάφρυνση του κόστους της εργασίας και η ενίσχυση των επιχειρήσεων, προκειμένου να κάνουν επενδύσεις και να αυξήσουν σταδιακά και τις θέσεις απασχόλησης. Είναι μια λογική επιλογή, με δεδομένο το διψήφιο της ανεργίας, που ουδείς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες.
Κάτι που επίσης δεν είναι ακόμη ορατό στην πλήρη έκτασή του είναι το όφελος από την ψηφιοποίηση των συναλλαγών. Η μεγάλη άνοδος των ηλεκτρονικών συναλλαγών στον καιρό της πανδημίας είναι μια τάση που ήλθε για να μείνει. Και μαζί με αυτήν, το πλήγμα σε δύο μεγάλες «αγαπημένες» για την ελληνική οικονομία: τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή.
Οι ελαφρύνσεις και τα όποια θετικά μέτρα, ωστόσο, θα ξεκινήσουν να δουλεύουν στην οικονομία σταδιακά τους επόμενους μήνες και το μεγάλο στοίχημα είναι εάν όλες αυτές οι θετικές παρεμβάσεις θα δουλέψουν αρκετά γρήγορα και τόσο όσο απαιτείται για να μπορέσει να πάρει μπροστά το σύστημα και να αποδειχθεί, στο τέλος του έτους, η ανάπτυξη μεγαλύτερη από το σχεδόν 3,5% που προσδοκάται αυτή τη στιγμή από την κυβέρνηση. Χτίζοντας μια καλύτερη βάση για ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από το 2022 και μετά. Είναι παρήγορο φυσικά ότι άλλοι παίκτες –με τελευταία τη Standard & Poor’s, που έκανε την έκπληξη και αναβάθμισε την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες, στέλνοντας μήνυμα ιδιαίτερης βαρύτητας στις αγορές– βλέπουν την εικόνα πιο ελπιδοφόρα και αναμένουν ανάπτυξη σχεδόν 5% φέτος. Ίδωμεν.
Εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι καθώς θα βγαίνουμε από την πανδημία, παράλληλα με την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου, θα ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια εξασφάλισης δημοσιονομικού χώρου, ώστε να συνεχιστεί ή/και να επιταχυνθεί η άρση των φορολογικών επιβαρύνσεων από την οικονομία. Δεν μιλούμε σίγουρα για ένα εγχείρημα που θα είναι εύκολο. Αυτό, με δεδομένο τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό εξαιτίας της πανδημίας, ο οποίος θα πρέπει, αργά, γρήγορα να «μαζευτεί», καθώς και το ότι ουδείς μπορεί να ξέρει επί του παρόντος πόσο δυναμική θα είναι η ανάκαμψη τους επόμενους 12-18 μήνες, προκειμένου να είναι η ανάπτυξη ο παράγοντας που θα χρηματοδοτήσει σε ένα μεγάλο βαθμό την επιστροφή στη δημοσιονομική ορθότητα. Οποια και αν αποφασιστεί να είναι αυτή η δημοσιονομική ορθότητα, σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το καλοκαίρι, και πόσο μάλλον το φθινόπωρο του 2022, με ξεκάθαρο πλέον το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία και στη Γαλλία, η οικονομία και ειδικότερα η ελληνική μεσαία τάξη θα έχουν την τιμητική τους.
Η ελληνική μεσαία τάξη σε όλη την γκάμα της, από τον πιο μικρό μικρομεσαίο, μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια.
Πρόκειται άλλωστε για αυτή τη ρευστή, μεγάλη μάζα ψηφοφόρων, με τα απροσδιόριστα όρια και την ανομοιογενή πολιτική ή/και κομματική ταυτότητα, που όπως καταβρόχθισε το ΠΑΣΟΚ, όπως έφερε στην εξουσία τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όπως επανέφερε στην εξουσία τη Νέα Δημοκρατία, έτσι και στο μέλλον θα αποφασίσει για τον νικητή των επόμενων εκλογών, όποτε και αν αυτές γίνουν. Εχει δε αποδείξει, ως τάξη, πως όταν κάποιος τη «θωπεύει», δεν αντιδρά καλά… Το έχει περιγράψει άλλωστε πολύ εύστοχα ο Ευκλείδης (Τσακαλώτος) και ακόμη πιο παραστατικά ο Παύλος (Πολάκης). Και όπως λένε και οι σοφοί, από τα λάθη καλό είναι να μαθαίνουμε… Τόσο οι παλιοί όσο και οι νέοι, οι νυν και οι επόμενοι.