Η υπουργός Παιδείας: η δήλωσή της περί «εθνικής συνείδησης» προκάλεσε ήδη «εμφυλιακού» χαρακτήρα αντανακλαστικά ένθεν κακείθεν | CreativeProtagon
Απόψεις

Η Νίκη Κεραμέως και οι αλλαγές στην Εκπαίδευση

Οι αλλαγές που προωθούνται στην Παιδεία χωρίζονται σε τρία σημαντικά υποσύνολα. Και ενώ είναι ήδη πολύ εύκολο να χάσουμε τον στόχο, μια δήλωση της υπουργού προκάλεσε «εμφυλιακού» χαρακτήρα αντανακλαστικά με συνέπεια η συζήτηση να γλιστρήσει μακριά από τα χρονίζοντα προβλήματα και προς τον εθνικό μας αυτισμό
Νίκος Σαλτερής

Η πρόθεση της ΝΔ για αλλαγές στην Εκπαίδευση ήταν γνωστή πριν τις εκλογές και επιβεβαιώθηκε μετά από αυτές. Σύμφωνα με το πρόγραμμά της και τις δηλώσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας αυτές μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρία υποσύνολα.

Στο πρώτο συγκεντρώνονται οι αναμενόμενες ή «αυτονόητες», όπως η κατάργηση του «ασύλου», που ήδη νομοθετήθηκε, αλλά μένει να διαπιστωθεί αν και πώς θα λειτουργήσει στην πράξη, η αναθεώρηση του άρθρου 16 (παραπέμπεται στο απώτερο μέλλον) και το «άνοιγμα» των ΑΕΙ στην οικονομία της αγοράς (εύκολο να το λες, εξαιρετικά δύσκολο να το πετύχεις), ο επανασχεδιασμός του συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ, (παραπέμπεται για το 2021) και η επάνοδος του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου (σύμφωνα με πληροφορίες θα νομοθετηθεί εντός του έτους).

Στο δεύτερο εντάσσονται οι «ιδεολογικά» φορτισμένες. Τέτοιες είναι η ανάπτυξη ενός δικτύου Προτύπων Σχολείων και η υποστήριξη της αριστείας (μένει να διαπιστωθεί πώς τα  αντιλαμβάνονται) και κάποιες αόριστες αναφορές στην αυτονομία των σχολικών μονάδων και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Μάλιστα, οι δύο τελευταίες, επειδή αναμένεται να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις, περιγράφονται στην πλέον «λάιτ» εκδοχή τους. Συγκεκριμένα, στο προεκλογικό Πρόγραμμα γίνεται λόγος για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση, όρος δηλωτικός μιας διαδικασίας που «γίνεται απλά για να γίνει», χωρίς καμία επίδραση σε αξιολογούμενους, διαδικασίες και δομές.

Στο τρίτο ανιχνεύονται αναφορές στην ανάγκη για «οικονομικό πραγματισμό» στην Εκπαίδευση, δηλαδή γίνεται αποδεκτό πως πρέπει να σταματήσουμε ό,τι γίνεται μέχρι τώρα, δηλαδή να πετάμε το μεγαλύτερο μέρος των ελάχιστων χρημάτων που διαθέτουμε για την Εκπαίδευση χωρίς κανένα μακροχρόνιο σχεδιασμό και αξιολόγηση προγραμμάτων, υποδομών και των όποιων αναγκών για προσλήψεις.

Παρόμοια αναφορά πρώτη φορά συναντιέται σε προεκλογικό πρόγραμμα κόμματος, μένει όμως να αποδειχθεί, αν όσοι το υλοποιήσουν, θα το λάβουν σοβαρά υπόψη.

Διότι μέχρι σήμερα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, αν και ορθώς ματαίωσε την ίδρυση μιας άχρηστης Νομικής Σχολής, ταυτόχρονα δηλώνει «την επιθυμία της» να επιταχυνθούν οι διαδικασίες διορισμού  4.500 εκπαιδευτικών στην Ειδική Αγωγή, οικειοποιούμενη την χωρίς σχεδιασμό και ελάχιστη προετοιμασία εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που αυτός έπραττε κατ’  εξακολούθηση.

Στο σημείο αυτό ας σημειωθεί, ότι στην Ειδική Αγωγή δεν υπάρχει ανάλογος αριθμός οργανικών κενών, αυτή έχει βασανιστεί στο παρελθόν από παρόμοιες «πολιτικές» αποσπασματικού χαρακτήρα και, βέβαια, απουσιάζει το απαραίτητο μητρώο ειδικής αγωγής και συνεπώς ουδείς γνωρίζει στην πραγματικότητα, ποιος είναι ο ακριβής αριθμός μαθητών ΑμεΑ., ποιες δομές και με ποια διασπορά είναι αναγκαίες για την στήριξή τους, αλλά και ποιο κόστος συντήρησής τους απαιτείται.

Ετσι, αν γίνουν οι σχετικοί διορισμοί, ο έλληνας φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώνει στο διηνεκές 60 εκατ. € ετησίως, χωρίς να γνωρίζουμε πού ακριβώς και γιατί θα τα ξοδεύουμε –μόνο και μόνο επειδή η Ειδική Αγωγή είναι συναισθηματικά φορτισμένο θέμα και η πολιτική ηγεσία επιθυμεί να μη θίξει «κακές συνήθειες» δεκαετιών (διορισμοί να ΄ναι κι ό,τι να ‘ναι).

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται και οι απολύτως αναγκαίοι διορισμοί στη Γενική Εκπαίδευση, αφού η όλη διαδικασία δεν συνδέεται μέχρι τώρα με:

Α) Την ανασυγκρότηση του σχολικού δικτύου (συγχωνεύσεις σχολείων), αφού, ως γνωστόν, αυτό είναι εξαιρετικά απαρχαιωμένο, σπάταλο και δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, δηλαδή τόσο την εξέλιξη του συγκοινωνιακού δικτύου της χώρας όσο και στις σύνθετες ανάγκες του σύγχρονου σχολείου σε εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, ικανό να διδάξει μεγάλη γκάμα διδακτικών αντικειμένων και προγραμμάτων σε ένα ψηφιακά υποστηριζόμενο διδακτικά και διοικητικά Σχολείο, που δυστυχώς θα έχει σημαντικά λιγότερους μαθητές της επόμενες δεκαετίες.

Β) Την ανάγκη για συστηματική εποπτεία / στήριξη των σχολείων με στόχο το ευέλικτο σχεδιασμό και την υλοποίηση των Προγραμμάτων τους αλλά και των μαθησιακών τους αποτελεσμάτων.

Στο σημείο αυτό, ας διευκρινιστεί ότι η επαναφορά του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου θα παραμείνει κενό γράμμα, αν αυτός δεν θωρακιστεί με αρμοδιότητες και διοικητικού χαρακτήρα, η έλλειψη των οποίων συνέβαλε καθοριστικά στην ακύρωση της λειτουργίας κατά το παρελθόν.

Με δυο λόγια, αν η παρούσα κυβέρνηση δεν στρέψει την προσοχή της στην δημιουργία ενός σύγχρονου σχολικού δικτύου που θα εποπτεύεται, θα στηρίζεται και θα αξιολογείται ως δομή, ως εκπαιδευτικό προσωπικό και με βάση τα μαθητικά αποτελέσματα που αυτό επιτυγχάνει, όσες και όποιες επιμέρους πολιτικές ασκήσεις θα έχουν την τύχη αυτών των προκατόχων της: κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και διάθεση ελάχιστων χρημάτων αποκλειστικά και μόνο σε χαμηλούς μισθούς μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών, αχρείαστων σε πολλές περιπτώσεις, με παράλληλο μηδενισμό των κονδυλίων για την υλοποίηση ουσιαστικών εκπαιδευτικών πολιτικών με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού σχολείου.

Κι αυτό θα συμβεί, γιατί τόσο από το Πρόγραμμα της ΝΔ όσο και τις πρώτες ενέργειες και δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, απουσιάζει κάτι που πάντα απουσίαζε: μια συνεκτική ανάλυση των ουσιαστικών και δομικών προβλημάτων της Ελληνικής Εκπαίδευσης και η ανάλογη, σχεδιασμένη συναινετικά, πρόταση για την σε βάθος μεταρρύθμισή της.

H δήλωσή της προκάλεσε ήδη «εμφυλιακού» χαρακτήρα αντανακλαστικά ένθεν κακείθεν, που σχετίζονται με τις εθνικές μας φαντασιώσεις και όχι την σχολική πραγματικότητα

Και ενώ όλα τα παραπάνω  συμβαίνουν και αναμένεται να εκδηλωθούν, μια δήλωση της υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως, σχετικά με την πρόθεσή της το μάθημα της Ιστορίας να αναπτύσσει «την εθνική συνείδηση» προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, έντονες και δικαιολογημένες αντιδράσεις.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι τις τελευταίες δεκαετίες σε όλα τα σχολικά συστήματα των δημοκρατικών κρατών καταβάλλεται προσπάθεια να περιοριστεί η παλαιότερη διδακτική εκδοχή της Ιστορίας ως μάθημα «εθνικοφροσύνης» και να αναπτυχθεί η διδασκαλίας της στηριγμένη σε επιστημονικές αρχές που καλλιεργούν την ιστορική σκέψη και συνείδηση, καθώς και το δημοκρατικό ήθος των μαθητών με σκοπό τη δημιουργία ασφαλούς εθνικής ταυτότητας, εθνικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας.

Η αναφορά λοιπόν της υπουργού Παιδείας σε οποιοδήποτε είδος «παλινδρόμησης» σε μοντέλα στατικής εθνικοφροσύνης στην Εκπαίδευση είναι επικίνδυνη και βλαπτική για τη χώρα αλλά και για το πολιτικό μήνυμα που επιχειρεί να περάσει το κυβερνών κόμμα. Γιατί, αν δεχθούμε ότι στην παρούσα φάση αυτό υποστηρίζει ότι, έχοντας επιτέλους διδαχθεί από τα λάθη του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος, αγωνιζόμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση της στην Ευρώπη και τον Κόσμο, προβάλλοντας τα σύγχρονα επιτεύγματά μας κι όχι μονότονες επικλήσεις στο «κλέος» των προγόνων μας, η συζήτηση που άνοιξε η κυρία υπουργός, εκπέμπει ακριβώς το αντίθετο μήνυμα.

Επιπλέον, η δήλωσή της προκάλεσε ήδη «εμφυλιακού» χαρακτήρα αντανακλαστικά ένθεν κακείθεν, που σχετίζονται με τις εθνικές μας φαντασιώσεις και όχι την σχολική πραγματικότητα, με συνέπεια η συζήτηση να γλιστρά ήδη μακριά από τα χρονίζοντα προβλήματα της Εκπαίδευσης στο χώρο του εθνικού μας  αυτισμού.

Τέλος, ας ενημερώσει κάποιος την κυρία υπουργό, ότι το πρόβλημα με τη διδασκαλία της Ιστορίας δεν έγκειται στο αν αυτή αναπτύσσει επαρκώς ή μερικώς την εθνική συνείδηση των μαθητών μας, αλλά στο γεγονός ότι η πλειοψηφία τους, ιδιαίτερα στο Λύκειο, αδιαφορεί πλήρως για το μάθημα, αν δεν το σιχαίνεται, αποκτά μηδαμινές ιστορικές γνώσεις ή, στην καλύτερη περίπτωση, αποστηθίζει κομμάτια ως ιατρική συνταγή που οδηγεί στην επιδιωκόμενη «θεραπεία», δηλαδή στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.

Γιατί αυτά είναι τα ουσιαστικά προβλήματα με τη διδασκαλία της Ιστορίας. Αν μπορεί η κυρία Κεραμέως να κάνει κάτι για την αντιμετώπισή τους, θα προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην Εκπαίδευση. Διαφορετικά, θα αποτελέσει άλλη μια περίπτωση «συνήθους υπουργού Παιδείας».


* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας