Τελικά φαίνεται πως πράγματι μας ψεκάζουν. Ή, για να δώσουμε πιο επιστημονικό έρμα στο σενάριο, έχει εξαπολυθεί από κάποιο ανθελληνικό εργαστήριο βιολογικού πολέμου ένας διαβολικός ιός, που προσβάλλει τον σκληρό δίσκο και το λογισμικό του εγκεφάλου, διαγράφοντας ολόκληρα αρχεία της μνήμης και αποδιοργανώνοντας τις διανοητικές λειτουργίες. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε τις συμπεριφορές που βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί καλά οι σαλεμένοι μύστες της μεταπραγματικότητας που τρέχουν πίσω από τον κάθε Σόρρα. Καλά το παρδαλό λουμπεναριό που στρογγυλοκάθισε σε υπουργικούς θώκους και βουλευτικά έδρανα. Το να βλέπεις όμως σοβαρούς ανθρώπους με σεβάσμια βιογραφία και εντυπωσιακή εργογραφία να αυτογελοιοποιούνται δημόσια είναι κάτι που δύσκολα εξηγείται με τον ορθό λόγο. Η κυβέρνηση αυτή διαθέτει περισσότερους πανεπιστημιακούς και άλλους οργανικούς διανοούμενους από κάθε προηγούμενη, αλλά ίσα ίσα από αυτούς και αυτές ακούμε τις πιο απίθανες αρλούμπες, που δεν καταρρακώνουν μόνο το όποιο πολιτικό κύρος τους αλλά, ακόμη χειρότερα, την αξιοπρέπειά τους.
Το πιο πρόσφατο κρούσμα είναι η Μυρσίνη Ζορμπά. Είναι και το οδυνηρότερο για μένα, γιατί τη γνωρίζω προσωπικά, συνεργάστηκα κάποτε μαζί της στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και την εκτιμούσα – ακόμη την εκτιμώ, παρ΄όλα αυτά. Συνιδρύτρια και συνδιευθύντρια ενός από τους πιο εμβληματικούς εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, με σημαντικό μεταφραστικό έργο στο ενεργητικό της η ίδια, ιδρύτρια αργότερα και πρώτη διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ (με την πιο ευδόκιμη μάλιστα θητεία από όλους τους επικεφαλής αυτού του γρήγορα κακοφορμισμένου θεσμού), με έκανε να πιστεύω ότι με αυτή το ΥΠΠΟ θα είχε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση (ναι, δεν εξαιρώ ούτε τη Μελίνα!) μια ηγεσία με όλες τις ατομικές προϋποθέσεις για να του δώσει επιτέλους ουσία. Πώς λοιπόν μπόρεσε μια τέτοια προσωπικότητα να κάνει στον Βαρώτσο αυτή την αδιανόητη πρόταση, που περισσότερο και από αισθητική ακρισία προδίνει χαμηλή εκτίμηση γι’ αυτό ακριβώς το οποίο ανέλαβε να διακονεί; Γιατί αν οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο είναι ανταλλάξιμο με οποιοδήποτε άλλο, τότε ο πολιτισμός παύει να έχει πρόσωπο, δική του φωνή και υποβιβάζεται σε υπηρέτη της τρέχουσας πολιτικής. Η Μυρσίνη Ζορμπά δεν θα μπορούσε να δείξει με πιο προκλητικό τρόπο πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ως υπουργού Πολιτισμού.
Η αλήθεια είναι ότι από τον καιρό που συνεργαζόμουν μαζί της στο ΕΚΕΒΙ είχα την εντύπωση πως εμφορούνταν από έναν κάπως στεγνό ζήλο, ένα εκγραφειοκρατισμένο όραμα. Στο φως της δυσάρεστης δημοσιότητας που απέκτησε στα καλά καθούμενα, αυτό μπορεί να λέει κάτι. Από την άλλη, οι τολμηρές και κατά κανόνα σωστές πρωτοβουλίες της έδειχναν άνθρωπο με ισχυρή θέληση, διορατικότητα και αίσθηση της ισορροπίας ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς. Πώς να τα συνταιριάξεις αυτά με την εξωπραγματικά βλακώδη τράμπα που καταδέχτηκε να εισηγηθεί; Γιατί το θεωρώ απίθανο να ήταν δική της η ιδέα. Μάλλον της την πλάσαρε κάποιο γραφειοκρατικό κομματόσκυλο του υπουργείου, που θεώρησε πως υπηρετούσε έτσι το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό όμως κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Αν η Ζορμπά που γνώριζα, με την ηγεμονική αποφασιστικότητα, το σιδερένιο χέρι με το οποίο διοικούσε το ΕΚΕΒΙ, τον αναγκαίο ως έναν βαθμό αυταρχισμό σε έναν οργανισμό που πολλοί του προσωπικού του τον ήθελαν παιδική χαρά και άλλοι όργανο εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων, αν αυτή η Ζορμπά έγινε φερέφωνο ενός άξεστου υφισταμένου της, για να προβεί έπειτα σε μια δειλή και αδέξια διάψευση, τότε δεν έχει απλώς αλλάξει. Έχει μεταλλαχτεί.
Κι έτσι μπαίνουμε στον πειρασμό της θεωρίας του σατανικού ιού. Ή μήπως αντί για τη γενετική μηχανική και τα μεταλλαξιογόνα να ψάξουμε για ερμηνείες στην ψυχοκοινωνική μηχανική και την πολιτική παθολογία της; Μήπως σοβαροί άνθρωποι βαρέθηκαν να είναι σοβαροί, βλέποντας μια ολόκληρη ζωή την πραγματικότητα να εκδικείται τον πολιτικό χώρο τους για τις απόπειρές του να της επιβάλει τις ιδεοληψίες του, και αποφάσισαν να αντεκδικηθούν με το να γίνουν χειρότεροι από αυτή, χειρότεροι από τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας την εξουσία όσο ακόμη μπορούν να την έχουν;
Η Μυρσίνη Ζορμπά γνωρίζει ασφαλώς τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο. Εκεί, ο τελευταίος άνθρωπος που έχει απομείνει όταν όλοι γύρω του έχουν μεταμορφωθεί, ο ένας μετά τον άλλο, σε αφηνιασμένα παχύδερμα φωνάζει στο τέλος απεγνωσμένα ότι αυτός δεν θα παραδοθεί. Μήπως η υπουργός Πολιτισμού, που θα μπορούσε στο πολιτικό περιβάλλον της να είναι με μια έννοια ο τελευταίος άνθρωπος, είδε μάταιη την αντίσταση (προτιμώ να μη σκεφτώ ότι την είδε και ασύμφορη) και παραδόθηκε στη ρινοκερίτιδα;