Μέσα Αυγούστου φτάσαμε με το πλοίο ξημερώματα στα Χανιά για το κυρίως μέρος των διακοπών μας. Την είχα νοσταλγήσει την Κρήτη, είχαν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τις προηγούμενες διακοπές μας εκεί, τις τελευταίες χωρίς παιδιά. Για μένα ήταν πολλά, πάρα πολλά, αν σκεφτεί κανείς ότι για μια 20ετία περίπου πριν από το διάστημα αυτό, σπάνια περνούσε χρόνος που δεν θα βρισκόμουν στο νησί. Χωρίς να κατάγομαι από εκεί, η Κρήτη με είχε κερδίσει, ένιωθα πολύ οικεία στις θάλασσες και τα βουνά της, δυτικά, κεντρικά, ανατολικά – χιλιάδες χιλιόμετρα είχα «γράψει» πάνω της.
Περάσαμε από την παλιά πόλη των Χανίων για πρωινό, ήταν ακόμη πολύ νωρίς, πολύ ήσυχα, πολύ νόστιμα (πάντα), πολύ όμορφα. Ξεκινήσαμε για το «μέρος» μας. Ενα απλό κατάλυμα με ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβερνάκι, σε μια από τις πιο φημισμένες παραλίες του νησιού, της Ελλάδας, της Μεσογείου. Μια παραλία που, την ημέρα, όσο κόσμο και αν είχε (και είχε πολύ), πάντα θα έβρισκες χώρο για να κάνεις άνετα τις βουτιές σου και να διαβάσεις τα βιβλία που κουβαλούσες μαζί σου από τον χειμώνα. Και που το βράδυ, όταν όλοι έφευγαν και ο αέρας έπεφτε, «μεταλλασσόταν» σε ησυχαστήριο. Ονειρο.
Αμφιθεατρικά χτισμένο, με πανοραμική θέα στην παραλία, το κατάλυμά μας ήταν ίδιο και απαράλλαχτο. Η τεράστια παραλία, όχι. Εκεί όπου βρίσκονταν οι (πολλές, ούτως ή άλλως) ομπρέλες και ξαπλώστρες είχαν, στο μεταξύ, ανεγερθεί «το Scorpios και το Principotte μαζί!» – αυτή ήταν η πρώτη σκέψη και τα πρώτα λόγια μου, βλέποντας τις «μεγαλειώδεις» κατασκευές που στέγαζαν (και στεγάζουν) εστιατόρια, μπαρ, ακόμη και μπουτίκ ρούχων. Ολα αυτά και εκατοντάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα απλώνονταν κάτω από τα μάτια και τα πόδια μας, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραλίας.
Το σοκ ήταν τεράστιο. «Γιατί την κάνατε Μύκονο;», ήταν η πρώτη ερώτησή μας προς τους ντόπιους φίλους μας, ερώτηση που πάλευε να φτάσει στα αυτιά τους μέσα από τα δυνατά beats που έφταναν από τα μπαρ της παραλίας.
Και όταν το αρχικό σοκ άρχισε να υποχωρεί, ήρθαν και άλλες ερωτήσεις: «Μα εδώ δεν είναι προστατευόμενη περιοχή Natura; Εκεί κάτω δεν είναι που γεννάνε οι καρέτα καρέτα; Και από εκεί δεν ξεκινάει ο αρχαιολογικός χώρος; Πώς πήραν άδεια; Πώς και ποιοι επέτρεψαν να γίνουν όλα αυτά;».
Οι φίλοι μας κούνησαν το κεφάλι, το κατέβασαν, ήταν προφανές ότι δεν ήθελαν, δεν τους άρεσε, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα σε αυτή την βίαιη αλλαγή της φυσιογνωμίας της παραλίας, της φύσης, των διακοπών μας. «Ξέρεις, οι ξαπλώστρες πια έχουν 50 ευρώ το σετ, ενώ για εκείνα τα μεγάλα κρεβάτια χρεώνουν 250 ευρώ μίνιμουμ κατανάλωση», ψέλλισε ο ιδιοκτήτης του καταλύματος. «Οταν βρίσκεις», σκέφτηκα, βλέποντας ξαπλώστρες, κρεβάτια και τραπέζια γεμάτα από κόσμο…
Σκέφτηκα μετά και ότι εκείνοι οι καλοί άνθρωποι το έβλεπαν αυτό να έρχεται χρόνο με τον χρόνο, κάθε καλοκαίρι κάτι να αλλάζει (προς το χειρότερο), στο όνομα της (οργιώδους) τουριστικής ανάπτυξης. Πιθανώς να είδαν και δημάρχους και βουλευτές να χαιρετίζουν με υπερηφάνεια τις «επενδύσεις» στα εγκαίνια των «θηρίων». Εμείς, όμως, το είδαμε «έτοιμο», είχαμε στο μυαλό και τις αναμνήσεις μας μια εικόνα άλλη, που όχι απλώς αλλοιώθηκε μέσα σε αυτά τα 9-10 χρόνια, αλλά εξαφανίστηκε. Ψυχρολουσία. Απογοήτευση. Οργή.
Αν είχαμε εναλλακτική στα μέσα Αυγούστου, θα φεύγαμε το ίδιο πρωί, αφού ο αγαπημένος μας τόπος, μας έδιωχνε με τον (νέο και βίαιο) τρόπο του. Μείναμε όμως για την επόμενη εβδομάδα, επιλέγοντας να πηγαίνουμε για μπάνιο με το αυτοκίνητο κάπου όπου η «Μύκονος» δεν είχε φτάσει ακόμη. Τότε. Γιατί σήμερα, δύο χρόνια μετά, τρέμω στην ιδέα τι μπορεί να συναντήσω αν βρεθώ ξανά εκεί τριγύρω. Που δεν πρόκειται, βεβαίως.
Ναι, θα μου λείψουν οι φίλοι μου, αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι. Αλλά φοβάμαι ότι σύντομα και αυτοί θα πρέπει να μαζέψουν τα κουβαδάκια τους για να πάνε να παίξουν σε άλλη παραλία. Οχι ότι έμειναν πολλές, βέβαια, αφού ο ιός της άμετρης και άλογης τουριστικής «ανάπτυξης» έχει προ πολλού εξελιχθεί σε πανδημία και τείνει να μετατρέψει σε «Μύκονο» τις πιο όμορφες παραλίες της χώρας.
Και εμείς πού θα πάμε; Ε, ας πάρουμε τα βουνά…