Ηταν μια πολυαναμενόμενη ομιλία. Στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Δεκάδες κινητά τηλέφωνα προτεταμένα τραβούσαν βίντεο. Η Αννα Γουίντουρ βρισκόταν επιτέλους στο πόντιουμ.
Ηταν 3 μ.μ. και ο κόσμος είχε μόλις μπει ξανά στην αίθουσα μετά το διάλειμμα του συνεδρίου της Vogue με τίτλο «Change makers» (αυτοί που φέρνουν την αλλαγή). Λίγο πριν, το φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είχε κατακλυστεί, ως επί το πλείστον από γυναίκες. Ολες είχαν προσέξει κάτι παραπάνω εκείνη την ημέρα τι θα φορέσουν. Λογικό. Το απαιτούσε η περίσταση.
Ηταν μια πολιτική ομιλία. Και politically correct. Τα είχε όλα. Αβροφροσύνη για τη χώρα-οικοδεσπότη, κοινωνική ευαισθησία και ενσωμάτωση της διαφορετικότητας, ενδυνάμωση των γυναικών, ανησυχία και εγρήγορση για το παρόν, όραμα για το μέλλον.
Για 25 λεπτά η διευθύντρια-μύθος της αμερικανικής Vogue, καλλιτεχνική διευθύντρια και σύμβουλος δημιουργίας περιεχομένου της Conde Nast παγκοσμίως, επισήμανε το πολιτιστικό απόθεμα της Ελλάδας και τη νέα σελίδα της χώρας μετά την κρίση, μίλησε για την ανθρωπιά ως πτυχή και αναπόσπαστο κομμάτι στη βιομηχανία της μόδας, την αειφορία ως προϋπόθεση της ύπαρξής μας και για αξίες και την ανάγκη να παλέψουμε για τα πιστεύω μας. Οπως επίσης, για την αξία του να «ξοδεύουμε» καλά τον χρόνο μας.
Και καταχειροκροτήθηκε. Γιατί πράγματι ήταν μια ομιλία που ενέπνευσε. Δεν ξέρω πώς αισθάνθηκε το ακροατήριο, ειδικά οι fashion bloggers, influencers και ambassadors, που ήταν στην αίθουσα και αξιοποιούσαν τη στιγμή με live μεταδόσεις, όταν η διευθύντρια της αμερικανικής Vogue δήλωσε ότι η γρήγορη δόξα μέσα από τα social media δεν είναι πάντα αυτή που θα φέρει θετικό ισοζύγιο στην πορεία ενός επαγγελματία στον χώρο. Οτι είναι καλύτερο να αναζητείς τη γνώση και την εμπειρία σε βάθος χρόνου, κοντά σε άξιους δασκάλους και συνεργάτες. Ή ότι είναι υπερβολή να μη φοριέται το ίδιο ρούχο δύο φορές δημοσίως. Και ότι δικαίως η μόδα έχει στοχοποιηθεί γι’ αυτό.
Ισως αυτό το τελευταίο να ήταν ένα από τα λίγα σημεία «αυτοκριτικής» της μόδας από τα ίδια τα σπλάχνα της. Μια και η Αννα Γουίντουρ έκλεισε το 2018 τρεις δεκαετίες στο τιμόνι της Vogue, θέση-κλειδί σε έναν από τους πιο εμβληματικούς τίτλους στη μόδα.
Ταυτόχρονα μιλάμε ανοιχτά για αειφορία τώρα, όταν για χρόνια είναι γνωστό ότι η βιομηχανία της «γρήγορης» μόδας έρχεται δεύτερη μετά το πετρέλαιο στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Με υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, παραγωγή λυμάτων και μεγάλες ποσότητες αποβλήτων υγειονομικής ταφής. Πλέον όμως η Γκρέτα Τούνμπεργκ έχει κάνει τον πλανήτη άνω – κάτω, δημιουργώντας ένα δυνατό trend και ανοίγοντας το θέμα στον δημόσιο διάλογο.
Μιλάμε για ανθρωπιά στη βιομηχανία της μόδας, όταν επίσης για χρόνια συζητιέται το καθεστώς εργασίας σε υπανάπτυκτες χώρες και η σύνδεσή του με τη φθηνή μόδα. Με πολλά διεθνή brands να έχουν «αξιοποιήσει» αυτή την παραγωγή. Και τη μόδα να ενισχύει τη γρήγορη κατανάλωση. Κάποιες μεγάλες εταιρίες, ανάμεσά τους οι Zara και H&M, έχουν μπει στη διαδικασία να βγάλουν συλλογές που βασίζονται στην αειφορία. Αλλά αυτά δεν φθάνουν για να μειώσουν το αποτύπωμα στο περιβάλλον. Τα brands χρειάζεται να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Οπως και οι καταναλωτές θα πρέπει να γίνουν πιο υπεύθυνοι.
Είχε ενδιαφέρον όταν κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, η Αννα Γουίντουρ έκανε ειδική αναφορά στη σχεδιάστρια Στέλα ΜακΚάρτνεϊ, κόρη του διάσημου μέλους των Beatles Πολ ΜακΚάρτνεϊ.
Πριν 20 χρόνια, η βρετανίδα σχεδιάστρια ήταν η μόνη που επέμενε στη διάσταση της αειφορίας στη μόδα, παραδέχθηκε η διευθύντρια της Vogue. Σήμερα η αειφορία είναι στη συζήτηση όλων των επιχειρήσεων και brands.
Είναι άξιο απορίας τι θα γινόταν αν η Στέλλα ΜακΚάρτνεϊ δεν είχε την πολυτέλεια (μεταφορικά και κυριολεκτικά) να υποστηρίξει έμπρακτα τα πιστεύω της και να τα υλοποιεί με πείσμα, σε μια εποχή που ήταν μόνη και «Κασσάνδρα», στον αδιάφορο για την αειφορία χώρο που δραστηριοποιούνταν. Θα άντεχε για 20 χρόνια αυτή τη μοναξιά;
Εκεί είναι και η ευθύνη της μόδας, των επιχειρήσεων και αυτών που διαμορφώνουν άποψη.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει ηθική διάσταση στη μόδα; Διαμορφώνει τις τάσεις ή ακολουθεί τις πιο δημοφιλείς;
Την τελευταία δεκαετία παρακολουθούμε μια μετάλλαξη στη μόδα. Η βιομηχανία της πολυτέλειας έγινε αντικείμενο διεθνών επενδύσεων, επιλογή σε χρηματιστηριακά χαρτοφυλάκια, στόχος εξαγοράς, όχημα για ανάπτυξη στην αγορά της Ασίας.
Και μέσα σε όλα αυτά οι σχεδιαστές –το δημιουργικό σκέλος– έγιναν αναλώσιμα στελέχη, με αλλαγές και επιλογές των επικεφαλής τεχνοκρατών, ανάλογα με τα κοινά – στόχους, τις επιθυμητές πωλήσεις και το κέρδος. Πόσο κοντά στην τέχνη και τη δημιουργικότητα είναι αυτά; Και όμως τα τελευταία είναι αξίες στις οποίες θέλει να επιστρέψει η μόδα. Αναζητώντας σε αυτές την εξιλέωσή της. Για τη ματαιόδοξη στάση της όλα αυτά τα χρόνια.
Με έναν τρόπο το ίδιο αναζητεί και η Αννα Γουίντουρ. Από την επιτελική της θέση αυτές τις δεκαετίες. Οχι ως παρατηρητής, αλλά ως ένας από τους ανθρώπους που διαμόρφωνε τη σκέψη, το ήθος, την άποψη σε αυτόν τον χώρο. Γιατί, όπως έχει πει: «Το να είσαι στη Vogue πρέπει να σημαίνει κάτι. Είναι μια έγκριση, μια επιβεβαίωση». Σήμερα υπογραμμίζει ότι η εποχή απαιτεί η μόδα να πάρει πιο έντονη πολιτική στάση. Ποιος θα το κάνει αυτό; Οι νέοι σχεδιαστές που ψάχνουν χαραμάδα στο ανταγωνιστικό στερέωμα;
Η ίδια δεν έχει βάλει τη Μελάνια Τραμπ – ως Πρώτη Κυρία – στο εξώφυλλο της Vogue, σε αντίθεση με τη Μισέλ Ομπάμα, που μετρά τρία εξώφυλλα μέχρι στιγμής.
Ομως όταν ερωτάται γι’ αυτό, απαντά διπλωματικά, λέγοντας ότι την έχει φιλοξενήσει στο παρελθόν, παρουσιάζοντας στο περιοδικό και το νυφικό της, λίγο πριν από τον γάμο της με τον σημερινό πλανητάρχη.
Και ρίχνει την «μπάλα στην εξέδρα», απευθυνόμενη στους δημοσιογράφους: «Τώρα σας έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να μας λέτε την αλήθεια».
Αλήθεια Αννα;