Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και πάμπολλες «μεταρρυθμίσεις» οι πολίτες είναι λογικό να ακούν τη λέξη και να τρέχουν. Για να σωθούν. Διότι η λέξη «μεταρρυθμίσεις» μέσα σε εισαγωγικά παραπέμπει σε όσα έγιναν «με τον σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο» τα τελευταία χρόνια και δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές.
Τα χρόνια των μνημονίων έγιναν όντως αμέτρητες νομοθετικές ρυθμίσεις και παραμετρικές αλλαγές (κυρίως περικοπές μισθών – συντάξεων και αυξήσεις φόρων) που βαφτίστηκαν «μεταρρυθμίσεις». Και έτσι ο κόσμος ακούει τη λέξη και τρέχει.
Η δουλειά με τις ρυθμίσεις που έρχονταν στη Βουλή γραμμένες στο πόδι και ψηφίζονταν υπό την απειλή της χρεοκοπίας παράγινε και δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί. Αλλά και η περίοδος από τον Αύγουστο και μετά έχει όλα τα χαρακτηριστικά του παλαιοκομματικού χθες. Μικροπαροχές και προσλήψεις χωρίς κανένα σχέδιο, με μόνο στόχο το κομματικό όφελος και λίγες μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Και αυτή η πολιτική δεν μπορεί να συνεχιστεί. Γιατί νομοτελειακά οδηγεί πίσω στο μνημόνιο. Αρα τι μας μένει;
Μας μένει η κοινή λογική. Μια διαρθρωτική αλλαγή που δεν προϋποθέτει πόνο και θυσίες και αποδίδει αμέσως: μια κυβέρνηση που θα πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις χωρίς εισαγωγικά προς όφελος της ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες αυτής της χώρας αξίζουν μια τέτοια προοπτική, γιατί στο κάτω κάτω οι ίδιοι, με τις δικές τους θυσίες, έκλεισαν τα ελλείμματα και παρήγαγαν πλεονάσματα ήδη από το 2013. Εμείς πληρώσαμε το λογαριασμό. Γιατί να μη χαρούμε τα αποτελέσματα των κόπων μας;
Ωραίο ακούγεται, θα μου πείτε, αλλά πώς να γίνει αν οι επιλογές μας διαμορφώνονται με όρους τους χθες; Από τα συμφραζόμενα δηλαδή μιας εποχής που τελειώνει και έφερε πόνο, δυστυχία και διάχυτη απαισιοδοξία;. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι το περιβάλλον πρωτοφανούς οξύτητας που χαρακτηρίζει από το 2010 το πολιτικό σκηνικό δεν έχει αλλάξει. Τα σκληρά μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά οι επιπτώσεις τους έμειναν, όπως και το πολωμένο πολιτικό κλίμα.
Αυτή ακριβώς θα είναι από δω και εμπρός η ευθύνη της ηγεσίας. Είναι προφανές ότι οι επόμενες εθνικές εκλογές κλείνουν μία περίοδο και ανοίγουν μία νέα. Και είναι βέβαιο πως αν θέλουμε να ζήσουμε μια καλύτερη δεκαετία δεν μπορούμε να πορευτούμε με τα υλικά και τους μηχανισμούς αυτής της δεκαετίας που μας πλήγωσε τόσο πολύ.
Στις 100 μέρες ως τις ευρωεκλογές (που πιθανότατα θα συμπέσουν με τις εθνικές εκλογές) έχουμε την ευκαιρία εκτός από το χθες να δούμε και το προοίμιο του αύριο. Γιατί στις δημοκρατίες οι εκλογές μπορούν να αποτελέσουν την πιο μεγάλη μεταρρύθμιση. Αλλιώς θα πληρώνουμε ξανά και ξανά το εισιτήριο προς την κανονικότητα. Μέχρι τελικής πτώσεως.