Δεν βλέπω καμία συνωμοσία πίσω απ’ το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων και των βρεφονηπιακών σταθμών. Καμία κρυφή πίεση από συμφέροντα ή άλλου είδους σκοπιμότητα που να εναντιώνεται στα δικά μας συμφέροντα, πολιτών και γονέων. Εχω πίστη στους ειδικούς, έτσι κι αλλιώς σε αυτούς οφείλουμε την καλή πορεία που η χώρα είχε ως τώρα στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Εμεινα μέσα όταν μου το είπαν και όταν μου είπαν «τώρα βγες», βγήκα δείχνοντας την προσοχή που με συμβούλεψαν να δείξω.
Εμεινα μακριά απ’ τους παππούδες και τις γιαγιάδες και κράτησα τα παιδιά μου τρεις μήνες στο σπίτι, περιμένοντας υπομονετικά το άνοιγμα των σχολείων, αν και εφόσον θα γινόταν. Είδα όλες τις σχολικές βαθμίδες να ανοίγουν η μια μετά την άλλη, μέχρι να φτάσει και η δική μας σειρά, των μικρότερων της παρέας. Ημασταν οι τελευταίοι, αλλά ήταν λογικό. Δεν είναι εύκολο να περιμένεις από ένα νήπιο δύο χρόνων, τριών ή πέντε χρόνων να μη βάζει τα χέρια στο πρόσωπο του, χωρίς πρώτα να τα έχει λούσει με αντισηπτικό. Ούτε μπορείς να απαιτήσεις να κρατάει απόσταση δύο μέτρων απ’ τον τρίχρονο συμμαθητή του.
Ηρθε λοιπόν η μεγάλη στιγμή, ή μάλλον θα έρθει την 1η Ιουνίου. Ξεσκονίζουμε τις σχολικές τσάντες και οδεύουμε προς τον παιδικό σταθμό. Την ονειρεύτηκα πολλές φορές αυτή τη στιγμή τους τελευταίους μήνες, μιας και η ζωή με τα δύο μου πιτσιρίκια εσώκλειστα είχε καταντήσει κομματάκι δύσκολη. Κοινώς, τα παίξαμε, σύντροφοι γονείς και κηδεμόνες. Και, φαντάζομαι, πολλοί από εσάς τα παίξατε επίσης.
Κοίτα να δεις όμως, που τώρα που η μεγάλη στιγμή φτάνει, μπαίνω σε διλήμματα. Δεν πιστεύω σε καμία συνωμοσία και σκοπιμότητα, θα το ξαναπώ, αντιθέτως θεωρώ ότι το άνοιγμα όλων των σχολείων είναι μια λογική απόφαση, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα της πανδημίας στη χώρα. Εξάλλου, έχουν ανοίξει σχεδόν όλα πια, η ζωή έχει επιστρέψει σε μια κανονικότητα, έστω και μασκοφορεμένη. Η επιστροφή στο σχολικό περιβάλλον απ’ την άλλη, είναι καλή και για την ανάπτυξη των παιδιών. Το ότι τη στερήθηκαν τόσο, σίγουρα άφησε κενά και τα πήγε πίσω.
Ολο μου το είναι λέει «φόρα τους στην πλάτη την τσάντα και βουρ για τον παιδικό σταθμό!». Στην άκρη του μυαλού μου όμως, υπάρχουν προβληματισμοί: αν πάνε τελικά, τέρμα γιαγιάδες και παππούδες; Δεν τα ξαναφέρνω σε επαφή μαζί τους; Κι αν τα ολοήμερα δεν λειτουργούν και αν κάνουν μάθημα εκ περιτροπής, όπως ίσως γίνει επειδή δεν υπάρχει επαρκής χώρος και ανθρώπινο δυναμικό, ποιος θα τα κρατάει τις μέρες και τις ώρες που θα είναι σπίτι;
Γιατί το άνοιγμα των σχολείων σηματοδοτεί την πλήρη επιστροφή των γονέων στη δουλειά. Και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό: χωρίς τη βοήθεια της γιαγιάς ή του ολοήμερου σχολείου, πολλοί από εμάς δεν έχουν επιλογές. Ή μάλλον έχουν, να πάρουν το ρίσκο να στείλουν τα παιδιά στο νηπιαγωγείο και στον παιδικό φέρνοντας τα σε επαφή και με τους ηλικιωμένους, αν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η άλλη επιλογή είναι να μην τα στείλουν καθόλου για να γλιτώσουν από αυτή τη μία πιθανότητα, που υποθέτω υπάρχει ακόμα, να φέρουν τα παιδιά τον ιό στο σπίτι και στους ευάλωτους της παρέας.
Γράφω τους προβληματισμούς μου γιατί υποθέτω ότι πολλοί γονείς μικρών παιδιών έχουν παρόμοιους. Ξέρω ότι ζούμε μια κατάσταση στην οποία πρέπει να πάρουμε ρίσκα για να συνεχίσουμε και να επαναφέρουμε τα πράγματα σταδιακά στη ροή τους. Θα ήθελα, ωστόσο, οι ειδικοί τους οποίους εμπιστεύομαι να μου πουν πόσο μεγάλο είναι το ρίσκο της επιστροφής των νηπίων στο σχολείο. Θα ήθελα να σκύψουν πάνω απ’ τους προβληματισμούς μου και να τους απαντήσουν με σαφήνεια, στο μέτρο που μπορούν. Και να με καθοδηγήσουν, προκειμένου να αντιμετωπίσω την επιστροφή αυτή με τη μέγιστη υπευθυνότητα.
ΥΓ. Τέτοια ανυπομονησία μαζί με δίλημμα δεν την έχω ξανανιώσει, πάντως. Να τα λέμε όλα.