Eνα αλλόκοτο πράγμα λοιπόν. Αυτή η κυβέρνηση τα βγάζει μια χαρά πέρα μ’ έναν πάνοπλο νταή τύπο που λέγεται Ερντογάν, αλλά αποδεικνύεται ανίκανη να φέρει βόλτα μια φωτογραφία με τον Κουμουτσάκο να μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων. Με ύφεση 9% και εκτόξευση της ανεργίας, καταφέρνει να έχει δημοσκοπικό προβάδισμα 16 μονάδων από έναν μετρ του λαϊκισμού σαν τον Τσίπρα, αλλά σηκώνει τα χέρια απέναντι σε ένα τσούρμο πιτσιρικάδες που επιμένουν να μαζεύονται στην πλατεία Βαρνάβα ως το πρωί και να πίνουν μπίρες χλευάζοντας τις μάσκες, τους περιορισμούς και την αστυνομία.
Ξέρω, βέβαια, ότι οι κυβερνήσεις κρίνονται από το αποτέλεσμα της αναμέτρησής τους με τα μεγάλα και πραγματικά προβλήματα, όχι από τον επικοινωνιακό αντίκτυπο περιθωριακών πράξεων σαν το μεταλάβωμα ενός υπουργού, σαν τον χαβαλέ 200 πιτσιρικάδων ή σαν την κατασκευαστική αστοχία ενός φορτίου με μάσκες που έφθασε σε κάποια σχολεία. Ο Μητσοτάκης ηγεμονεύει ακόμα, παρά τα αυξανόμενα διαχειριστικά παρατράγουδα της κυβέρνησής του, διότι είναι ο μόνος μέσα στο πολιτικό στερέωμα του τόπου που διαθέτει την απαραίτητη σοβαρότητα για να αναμετρηθεί με τα μεγάλα προβλήματα.
Πώς να το πω; Ο καθένας μας μπορεί να έχει τη δική του θεωρία για την αντιμετώπιση του Ερντογάν, αλλά όταν βλέπει την Αχτσιόγλου στην τηλεόραση να εξηγεί ότι αυτή θα είχε βάλει στην θέση του τον Ερντογάν, κατ’ ευθείαν τρέχει και προσδένεται στον μόλο του Μητσοτάκη. Είπαμε να λέμε και καμιά πατριωτική εξυπνάδα, αλλά όχι και να εμπιστευτούμε στα χέρια της Έφης ή της Μαριλίζας έναν πόλεμο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ιστορία της πανδημίας. Μπορεί τα ποσοστά εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση να έχουν πέσει αισθητά από τον Απρίλιο-Μάιο, παρά ταύτα αν συγκριθούν με τα ποσοστά δυνητικής εμπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο θέμα, πάλι η διαφορά είναι θηριώδης.
Τον ενάμιση χρόνο που πέρασε από τις εκλογές, είναι φανερό ότι στο καθαρά πολιτικό πεδίο συνέβησαν δύο παράλληλα πράγματα. Ο μεν Μητσοτάκης (που εκλέχτηκε για να απαλλαγεί ο κόσμος από τον Αλέξη) έχτισε μεθοδικά ένα αξιοζήλευτο αρχηγικό προφίλ, ο δε Τσίπρας ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, καθώς μία-μία οι ικανότητες που του αποδίδονταν την προηγούμενη πενταετία άρχισαν να αποψιλώνονται στην συνείδηση των ψηφοφόρων.
Προφανώς σε αυτό δεν συνέβαλαν μόνο οι αυτούσιες αναμνήσεις από την περίοδο της εξουσίας του, αλλά και η σημερινή του σύγκριση με το στυλ και τις μεθόδους Μητσοτάκη. Το 52,8% έναντι 26,4% στην καταλληλότητα για πρωθυπουργό που έβγαλε η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση, πιστεύω ότι είναι επιεικές για τον Αλέξη. Είναι όμως πάλι εξαιρετικά ενδεικτικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μέτρηση γίνεται μέσα σε μια θύελλα άλυτων προβλημάτων που θα ισοπέδωναν οποιονδήποτε πρωθυπουργό, όπου γης, πόσο μάλλον στην γκρινιάρα Ελλάδα.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις προφανώς συγκρούονται κόμματα και πολιτικές απόψεις και ιδεολογίες. Πρώτα απ’ όλα όμως και πάνω απ’ όλα συγκρούονται ηγέτες. Ηγέτες χωρίς κόμμα έχουν πάρει εκλογές, κόμματα χωρίς ηγέτη ποτέ. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα, παρά τα διαχειριστικά προβλήματα που εμφανίζει η κυβέρνηση. Δίχως ηγέτη να εμπνέει και να πείθει περισσότερο από τον Πρωθυπουργό, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει ποτέ να του κάνει πραγματική ζημιά. Παρά τους Κουμουτσάκους και την πιτσιρικαρία που κάνει αντίσταση και τις μάσκες που μοιάζουν με μπούρκα.