Δύο πράγματα είναι βέβαια μετά την κίνηση για impeachment κατά του προέδρου Τραμπ. Το ένα είναι ότι δεν πρόκειται να καθαιρεθεί. Και το δεύτερο είναι το χρίσμα των Δημοκρατικών στον Τζο Μπάιντεν που, ούτως ή άλλως, προηγείται στην κούρσα.
Τα πράγματα είναι λίγο ως πολύ γνωστά: ο Τραμπ κατηγορείται από τους Δημοκρατικούς ότι χρησιμοποίησε το αξίωμα του προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Του αποδίδουν απόπειρα εκβιασμού του προέδρου της Ουκρανίας -ο Τραμπ, λένε, απείλησε με διακοπή της οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα, αν το Κίεβο δεν διερευνήσει την εμπλοκή του υιού Μπάιντεν σε ουκρανικό σκάνδαλο. Ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα τη σχετική συνομιλία. Αυτό που διαβάζουμε είναι ότι, αφού ο Τραμπ θυμίζει στον Ουκρανό πόσα έχει κάνει για τη χώρα του, στη συνέχεια του ζητάει και τη σχετική χάρη. Η πλευρά του αμερικανού προέδρου θα υποστηρίξει ότι αυτό δεν αποτελεί εκβιασμό ή αντικείμενο συναλλαγής. Θυμίζω ότι και στην περίπτωση Κλίντον παίζαμε με τις λέξεις και τις έννοιες, προσπαθώντας να συμφωνήσουμε αν ο στοματικός έρωτας συνιστά σεξ ή όχι.
Πρόκειται, βέβαια, για μία χαμένη, νομικά, υπόθεση. Οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν τη Γερουσία, από την οποία συγκροτείται το «Ειδικό Δικαστήριο», συνεπώς δεν τίθεται θέμα αποπομπής του Προέδρου. Τότε για ποιο λόγο έπαιξαν το χαρτί οι Δημοκρατικοί; Διότι δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς, από τη στιγμή που πήραν στα χέρια τους τη σχετική καταγγελία. Δεν κατάφεραν να το κάνουν όταν ετέθη το θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία. Δεν το αποτόλμησαν όταν αποκαλύφθηκαν φορολογικές παραβάσεις του Τραμπ. Τώρα δεν τους έμενε άλλη επιλογή, ήταν και θέμα αξιοπρέπειας. Και το κυριότερο: η υπόθεση εμπλέκει τον επικρατέστερο για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Αυτό ήταν και πρόκληση και ευκαιρία. Το πρόσωπο του Μπάιντεν συνδέεται με ακόμα έναν τρόπο με την αμφισβήτηση του Τραμπ. Αρκεί, βέβαια, να μην αποκαλυφθεί κάτι άσχημο για τον γιο του.
Το ποσοστό αποδοχής του Τραμπ βρίσκεται στα χαμηλά του, σε επίπεδα που λίγοι πρόεδροι κατρακύλισαν. Αντίστοιχα, το ποσοστό μη αποδοχής είναι το τρίτο υψηλότερο στην ιστορία των μετρήσεων και μάλιστα από την πρώτη θητεία του. Επίσης είναι ένας πρόεδρος που εξελέγη με υστέρηση στη λαϊκή ψήφο έναντι της αντιπάλου του -η Χίλαρι πήρε δύο εκατομμύρια περισσότερες ψήφους. Αρκούν αυτά για να χάσει τις εκλογές; Όχι. Αν ο Τραμπ είναι το ερώτημα, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να έχουν την απάντηση. Την έχουν; Δεν είναι βέβαιο.
Οι αναλύσεις λένε ότι ο Μπάιντεν μπορεί να μη συνεγείρει το ακροατήριο, πλην όμως κομίζει εμπειρία και αξιοπρέπεια, προτάσσει τη σοβαρότητα έναντι της φαιδρότητας του Τραμπ. Από την άλλη, όμως, ο Τραμπ, πέρα από τις θετικές επιδόσεις στην οικονομία, συνομιλεί καλύτερα με τη λευκή εργατική τάξη των ΗΠΑ -το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό εγγράφεται στα θετικά του για ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ανθρώπων, ιδιαίτερα στις νότιες Πολιτείες.
Η ουσία, τελικά, δεν είναι στο αν ο Μπάιντεν μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, αλλά αν γίνεται να τις χάσει ο Τραμπ. Και η προσφυγή των Δημοκρατικών στο impeachment αυτό μας δείχνει, μία ακόμα προσπάθεια απογύμνωσης του. Λέγεται, βέβαια, ότι έτσι θα συσπειρώσει οπαδούς. Αυτούς τους είχε. Δεν θα έχει, όμως, τους ψύχραιμους συντηρητικούς ψηφοφόρους που, αυτή τη φορά, ενδεχομένως να μην πάνε στην κάλπη.