Αν υπήρχε ένα πολιτικό πρόβλημα σε αυτές τις έξι ημέρες της τραγωδίας των Τεμπών –που υπήρχαν περισσότερα, αλλά αν θέλουμε να ορίσουμε μια συνιστώσα, αυτό το πολιτικό ένα– ήταν ότι η εκτελεστική εξουσία έμοιαζε παγωμένη, αν όχι σαστισμένη, θαρρείς υπνωτισμένη από το μέγεθος της συμφοράς. Προσοχή: εδώ δεν υπάρχουν οι στρεψοδικίες και οι επικοινωνιακές φαιδρότητες της διαχείρισης της τραγωδίας στο Μάτι –ενέργειες χαρακτηριστικές του «ήθους» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίες συνιστούσαν όμως μια κάποια αντίδραση– εδώ υπήρχε ένα πάγωμα, μια μη αντίδραση. Και η κοινωνία, αυτή τη στιγμή δεν αντέχει ούτε το πάγωμα. Η χώρα είναι θυμωμένη, πολύ θυμωμένη. Και θέλει να δει και την κυβέρνησή της το ίδιο θυμωμένη.
Σύμφωνοι, ο Κώστας Αχ. Καραμανλής έσπευσε αμέσως να παραιτηθεί και καλά έκανε. Ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη και χάρισε στον εαυτό του μια πολιτική λύτρωση ή και διαφυγή από τον ζόφο, όμως αυτή του η πράξη δεν λειτούργησε ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, τουναντίον, στέρησε από την εικόνα, από το κάδρο, ένα πρόσωπο.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε και αυτός άμεσα τον τόπο του δυστυχήματος, μίλησε αρχικά και ίσως κάπως βιαστικά για «ανθρώπινο λάθος» –που ασφαλώς υπήρχε, ήταν του μοιραίου σταθμάρχη στη Λάρισα, όμως δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό– και έπειτα το απέσυρε από τη δημόσια συζήτηση –«δεν μπορούμε, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να κρυφτούμε πίσω από το ανθρώπινο σφάλμα», ανέφερε στην ανάρτησή του στο Facebook την Κυριακή, στην οποία έφτασε έως τον Κώστα Σημίτη για να εδραιώσει το επιχείρημα περί διαχρονικών προβλημάτων των σιδηροδρόμων.
Παράλληλα η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη σύσταση μιας τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων για να διερευνηθούν τα αίτια της τραγωδίας, έπειτα είδε ένα μέλος της να παραιτείται και στη συνέχεια μάθαμε ότι ζητήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο να μην περιμένει καν τα πορίσματα της επιτροπής αυτής, για να μην υπάρξει καθυστέρηση.
Εντιμες προσπάθειες. Αλλά δεν δείχνουν κάτι κρίσιμο στην παρούσα περίσταση: δεν δείχνουν θυμό. Η κυβέρνηση πρέπει να δείξει ότι είναι σε συντονισμό με την κοινωνία. Που απαιτεί δράση και όχι ευχολόγια και «ποτέ ξανά». Απαιτεί να δει συγκεκριμένους ανθρώπους να καλούνται από τον εισαγγελέα – άμεσα και όχι σε βάθος χρόνου–, απαιτεί να δει εταιρικά γραφεία και σταθμαρχεία να γίνονται φύλλο και φτερό, απαιτεί να μάθει πώς ο ΟΣΕ, ως κρατική εταιρεία, δεν είχε τόσα χρόνια κανένα πρόβλημα να πηγαίνουν τα τρένα της χώρας στα τυφλά και πώς η Hellenic Train, ως ιδιωτική εταιρεία, δεν είχε πρόβλημα να κινούνται τα τρένα της στα τυφλά.
Καλώς ή κακώς, σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζονται ακόμα και «αμερικανιές»: χρειάζεται να δούμε ένα ελληνικό «FBI» να κάνει έφοδο στα γραφεία του ΟΣΕ και της Hellenic Train, να κατάσχονται έγγραφα και αρχεία υπολογιστών και υπάλληλοι να στέλνονται σπίτι τους μέχρι νεοτέρας. Να καλούνται οι διευθύνοντες σύμβουλοι των δύο εταιρειών για να εξηγήσουν πώς άφησαν τα τρένα να κινούνται όπως κινούνταν, πώς άφησαν δηλαδή να παίζουν οι επιβάτες το κεφάλι τους κορώνα γράμματα, με τη ζωή τους να κρίνεται στην (κακή) κρίση ενός ανεπαρκούς σταθμάρχη. Να πουν την ιστορία τους και μετά να τους πουν να μην απομακρυνθούν και πολύ από τη χώρα. Και, φυσικά, να έλθουν στο φως όλα τα τέρατα και σημεία που ήδη συζητούνται στα σοβαρά ΜΜΕ για τον φαύλο ΟΣΕ δύο τουλάχιστον δεκαετιών.
Φυσικά δεν είναι συμβατές όλες οι «αμερικανιές» με το νομικό μας σύστημα. Αλλά τώρα απαιτείται δράση και όχι υπεκφυγές. Δράση στα απώτατα όρια των δυνατοτήτων του συστήματος της ελληνικής Δικαιοσύνης. Υπό αυτήν την έννοια η επιστολή του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Ντογιάκο δείχνει ότι πλέον υπάρχει ένας συντονισμός του Μεγάρου Μαξίμου με το θυμικό της κοινωνίας.