Απόψεις

Η Κατερίνα Ντούσκα είναι μια κάποια λύσις

Την φετινή ελληνική πρόταση για τη Eurovision μπορεί να την λατρέψεις ή να την μισήσεις, αλλά σίγουρα δεν θα σε αφήσει αδιάφορο. Και είναι σίγουρα μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση από εκείνες που μας εκπροσώπησαν τα προηγούμενα χρόνια της απευθείας ανάθεσης
Λίλα Σταμπούλογλου

Κανείς δεν ξέρει φυσικά τι θα κάνει γκελ στην 64η διοργάνωση του Πανευρωπαϊκού Διαγωνισμού Τραγουδιού της Eurovision 2019, τι θα μαζέψει πάνω του, τη βραδιά του τελικού, τα δωδεκάρια των περισσότερων. Και προς το παρόν, είναι πολύ νωρίς και για προβλέψεις, μιας και δεν έχουν ξεκινήσει ούτε καν τα προγνωστικά, τα οποία κάπως σφυγμομετρούν τις διαθέσεις για κάθε τραγούδι. Όσο για εμάς, έχουμε και το crash test των ημιτελικών, αφού πέρσι πατώσαμε. Θα τους περάσουμε για να βρεθούμε στη μεγάλη βραδιά;

Θα ποντάρω στο ναι. Θα πόνταρα ναι ακόμα και πριν ακούσω το τραγούδι «Better Love», μόνο και μόνο ακούγοντας την Κατερίνα Ντούσκα να τραγουδά. Πολλοί έχουν ωραίες φωνές, αλλά λίγοι έχουν ξεχωριστές φωνές. Η Ντούσκα ανήκει σ’ αυτούς τους λίγους, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έχει τόσο ξεχωριστή φωνή, που αιχμαλωτίζει την προσοχή σου. Σε αιφνιδιάζει. Κι αυτό είναι μεγάλο προτέρημα για έναν καλλιτέχνη, όποια κι αν είναι η τέχνη του.

Η Ντούσκα μεγάλωσε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Σπούδασε κλασσική κιθάρα και μυήθηκε από τη διακεκριμένη δασκάλας φωνητικής, Ελένη Μελισσίδη, στην ερμηνεία κλασικού τραγουδιού, πριν τελικά την κερδίσουν οι πιο σύγχρονοι ήχοι. Στο ελληνικό κοινό συστήθηκε το 2013, μέσα από το τραγούδι «One In A Million», και το 2015 κυκλοφόρησε το EMBODIMENT, ο πρώτος της δίσκος, σε στίχους και μουσική δική της. Είναι μια απ’ τις πιο ελπιδοφόρες περιπτώσεις του ελληνικού τραγουδιού, όπως είπε και ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσιάζοντάς την στο Άλσος.

Δεν έχουν άδικο που την παρομοιάζουν με την Εϊμι Γουάινχαουζ, η φωνή της έχει όντως κάτι από Εϊμι. Δεν είναι μόνο θέμα χροιάς, είναι περισσότερο θέμα ποιότητας φωνής. Η Ντούσκα έχει το χάρισμα μιας σόουλ φωνής που μπορεί να σε μεταφέρει νοητά σε κάποια υπόγεια μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης, ή σ’ ένα μικρό μπαράκι της Νέας Ορλεάνης, και να σε κάνει να αισθανθείς ότι ακούς κάποια σαν την Εϊμι, ή την Αρίθα Φράνκλιν, ή την Ρομπέρτα Φλακ, να δίνει την ψυχή της μετουσιωμένη σε ήχους.

Μόνο και μόνο για την ξεχωριστή φωνή που έχει, η Ντούσκα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα επιλογή για ένα διαγωνισμό τραγουδιού. Γιατί μια τέτοια φωνή σου δίνει αβάντα από μόνη της και προδιαθέτει θετικά το ακροατήριο. Κάποιοι θα εντυπωσιαστούν μόνο απ’ αυτό, είναι σίγουρο. Να μου πεις, τι γίνεται όμως με το υπόλοιπο; Το τραγούδι, η παρουσίαση, η σκηνική παρουσία, θα είναι εξίσου δυνατά για να πλαισιώσουν άξια το χαρισματικό μουσικό της λαρύγγι;

Για το τραγούδι ακούστηκαν θετικά σχόλια σε γενικές γραμμές. Τη μουσική και τους στίχους έχει γράψει η ίδια η Κατερίνα Ντούσκα μαζί με τους Leon of Athens και David Sneddon. Είναι ένα ποπ τραγούδι, εμποτισμένο απ’ την indie pop και σόουλ ταυτότητα της τραγουδίστριας, το οποίο η ίδια χαρακτηρίζει intelectual pop με groove και επική ενορχήστρωση. Οπωσδήποτε, είναι ένας σύγχρονος ήχος, μια μουσική πρόταση αρκετά διαφορετική απ’ αυτές που είθισται να ακούμε στην Eurovision, αλλά σίγουρα και αρκετά ενδιαφέρουσα. Πολύ καλύτερη απ’ το να στέλναμε μια ξενέρωτη μπαλάντα, ή έναν έθνικ και καλά ήχο, ή ένα αδιάφορο ποπ κομμάτι.

Γενικά, την φετινή ελληνική πρόταση για τη Eurovision μπορεί να την λατρέψεις ή να την μισήσεις, αλλά σίγουρα δεν θα σε αφήσει αδιάφορο. Και είναι σίγουρα μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση από εκείνες που μας εκπροσώπησαν τα προηγούμενα χρόνια της απευθείας ανάθεσης. Η Κατερίνα Ντούσκα και το «Better Love» της είναι μια κάποια λύσις. Αν τους κάτσει και η παρουσίαση, και δεν στηριχτούμε σε σκηνοθετικά ευρήματα με μπλε παλάμες, έχουμε ελπίδες.

ΥΓ.