Το παρόν άρθρο εστάλη στους New York Times, ως σχόλιο στο guest essay του Αλεξάντερ Κλαπ (Alexander Clapp). Αρνήθηκαν να το δημοσιεύσουν, με το σκεπτικό ότι δεν δημοσιεύουν άρθρα που σχολιάζουν άλλα άρθρα. Εφόσον είναι γενικός κανόνας, σεβαστός. Το άρθρο δημοσιεύτηκε λοιπόν την Τετάρτη στο New York Times, International Edition, στην αγγλόφωνη έκδοση της «Καθημερινής» (μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτρης Σωτηρόπουλος)
Είναι ένα από τα θαύματα της δημοκρατίας, και της ελευθερίας της έκφρασης που αυτή επιτρέπει, ότι ένα άτομο μπορεί ελεύθερα να επιτεθεί σε μια δημοκρατική κυβέρνηση μέσω δημόσιας επιχειρηματολογίας. Ωστόσο, το θαύμα δεν εκτείνεται στο να αποδίδει με μαγικό τρόπο σε κάθε τέτοια επίθεση το πλεονέκτημα της αλήθειας. Γι’ αυτό, όπως αντιλήφθηκαν οι Αθηναίοι των οκτώ δεκαετιών της δημοκρατίας της, τον 5ο αιώνα π.Χ., ένα δημόσιο επιχείρημα συμβάλλει στον δημόσιο λόγο χάρη στο γεγονός ότι μπορεί το ίδιο να αντικρουστεί ελεύθερα, να δοκιμαστεί και να λογοδοτήσει τόσο για το πραγματικό του περιεχόμενο όσο και για το συμπέρασμα που υποτίθεται ότι συνάγεται από αυτά.
Ο Αλεξάντερ Κλαπ (Alexander Clapp) δημοσίευσε πριν από δύο μέρες ως εξωτερικός συνεργάτης ένα άρθρο γνώμης στους New York Times, με τίτλο «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας είναι πλέον ξεκάθαρη για όλους». Αυτό ολοκληρώνεται με ένα ειρωνικό σχόλιο στην αναφορά του έλληνα πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στους αρχαίους Έλληνες, στην ομιλία του στη συνεδρίαση του Κογκρέσου πριν από μερικούς μήνες, όπου ο Πρωθυπουργός είπε ότι αυτοί «θεωρούσαν την αλαζονεία τον εξτρεμισμό και την υπέρβαση εξουσίας τις χειρότερες απειλές για τη δημοκρατία». Η ειρωνεία, σύμφωνα με τον κ. Κλαπ, διατυπωμένη με την αρχαία ελληνική μορφή της ρητορικής ερώτησης, είναι «γιατί ο κ. Μητσοτάκης δεν αισθάνεται το ίδιο;».
Ο Γοργίας, ο πιο διάσημος από τους έλληνες σοφιστές, ήταν γνωστός για τον ισχυρισμό του ότι μπορούσε να μιλήσει για οποιοδήποτε θέμα και να εκφωνήσει έναν πειστικό και διεγερτικό λόγο, υπερασπίζοντας οποιαδήποτε θέση – και την αντίθετή της. (Oποιος έχει παρακολουθήσει τον εισαγγελέα και τον συνήγορο υπεράσπισης να διαφωνούν σε μια ποινική δίκη, ξέρει για τι πράγμα μιλούσε.) Ομως, αν και το άρθρο του κ. Κλαπ δεν αγγίζει τα ύψη ενός Γοργία, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της παράδοσης των σοφιστών και των πολυάριθμων τεχνικών τους ώστε να κάνουν ένα ψέμα να μοιάζει με αλήθεια. Το ευρύ κοινό είναι δυστυχώς ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τις τεχνικές αυτές στην εποχή που ζούμε, μιας και ανήκουν το οπλοστάσιο του λαϊκισμού.
Για να χτίσεις μια σοφιστική επιχειρηματολογία αποτελεί πολύ καλή βάση ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Έτσι ξεκινά και ο κ. Κλαπ, δηλώνοντας ότι πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως τα τηλέφωνα ενός ερευνητή δημοσιογράφου και του αρχηγού ενός κόμματος της ελληνικής αντιπολίτευσης παρακολουθούνταν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Δυστυχώς, το γεγονός είναι αληθινό, και αποτελεί μια μεγάλη αποτυχία του κ. Μητσοτάκη, υπό τον οποίο λειτουργεί η υπηρεσία. Αλλά ο κ. Κλαπ χρησιμοποιεί την αναμφισβήτητη αλήθεια του για να οικοδομήσει μια επιχειρηματολογία αναληθών, εν μέρει αληθινών (αλλά και εν μέρει ψευδών) ή/και αβάσιμων ή δήθεν τεκμηριωμένων επιχειρημάτων, έτσι ώστε να υποστηρίξει τη δραματική δήλωση του τίτλου του. Με τον τρόπο αυτόν θέλει να δημιουργήσει την ψευδή εικόνα της σημερινής Ελλάδας ως ένα σκοτεινό, αντιδημοκρατικό κράτος.
Το πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών, γράφει, «βαφτίστηκε ελληνικό Watergate». Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι βαφτίστηκε έτσι από τα ελληνικά αντιπολιτευτικά μέσα. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψη την προφανή διαφορά: στο επίκεντρο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ βρισκόταν ένας Πρόεδρος των ΗΠΑ που αρνήθηκε να αποκαλύψει το γεγονός της συνενοχής του σε κατάφωρη κατάχρηση εξουσίας, ενώ στην υποτιθέμενη αντίστοιχη ελληνική περίπτωση ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που επιβεβαίωσε το σκάνδαλο και έλαβε άμεσα μέτρα, απολύοντας τον αρχηγό της ΕΥΠ όπως τον ισχυρότατο γενικό γραμματέα του, τον δεύτερο για την «αντικειμενική ευθύνη» του, όπως χαρακτηρίστηκε, καθώς του είχε ανατεθεί η επίβλεψη της υπηρεσίας.
Ως δημοκρατικός έλληνας πολίτης, φρίττω όπως ο κ. Κλαπ με τις συγκεκριμένες υποκλοπές. Ομως, σε αντίθεση με αυτόν, θυμάμαι ότι αυτό που διακρίνει μια δημοκρατία από ένα αυταρχικό κράτος είναι η ύπαρξη θεσμικών ελέγχων και αντίβαρων. Και παρόλο που αυτά προορίζονται, ιδανικά, για να προλαμβάνουν τις αποτυχίες, λειτουργούν επίσης, αν αυτό δεν συμβεί, καταδικάζοντας και διορθώνοντάς τες. Το πρώτο δυστυχώς δεν συνέβη στην περίπτωση των υποκλοπών. Αλλά ο Πρωθυπουργός έπραξε το δεύτερο, αποδεικνύοντας ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί εν προκειμένω λειτούργησαν.
Οι περισσότερες από τις ψηφιακές διασυνδέσεις που παραθέτει ο κ. Κλαπ στο άρθρο του, με σκοπό να στηρίξει τις απόψεις του, παραπέμπουν σε μαχητικά αντικυβερνητικά ελληνικά Μέσα. Ετσι, για να δείξει ότι από τη σημερινή Ελλάδα «ξεπηδά μια σκοτεινή πραγματικότητα» και ότι η «διαφθορά και η σύγκρουση συμφερόντων» κυριαρχούν, ο κ. Κλαπ μας συνδέει με άρθρα όπου διαβάζουμε το κατά τη γνώμη των συντακτών σκανδαλώδες γεγονός ότι ο γιος του Πρωθυπουργού εργάζεται ως βοηθός στο γραφείο ενός ισπανού ευρωβουλευτή (ω της φρίκης!) και επίσης τον πιθανώς συκοφαντικό ισχυρισμό ότι ένας ηθοποιός και σκηνοθέτης με μακρά διακεκριμένη καριέρα που διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, αργότερα κρίθηκε από ποινικό δικαστήριο ένοχος για βιασμό – το σκάνδαλο εδώ φέρεται να είναι ότι ο συγκεκριμένος δεν διορίστηκε αξιοκρατικά αλλά επειδή ήταν «φίλος» του Πρωθυπουργού (δεν ήταν) και ότι η κυβέρνηση προσπάθησε να καλύψει τα παραπτώματά του (δεν το έκανε).
Ο κ. Κλαπ δηλώνει ότι οι υποκλοπές ήταν «ένα κακό χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους» – όπως και κάθε κράτους, θα μπορούσα να προσθέσω. Δεν του αρέσει, όπως δεν αρέσει και σε μένα, εκτός των περιπτώσεων όπου αυτό δικαιολογείται από αδιάσειστα στοιχεία. Ωστόσο, δεδομένου ότι εμένα με παρακολουθούσαν οι υπηρεσίες ασφαλείας της προηγούμενης κυβέρνησης, λόγω του ακτιβισμού μου για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των τούρκων προσφύγων, δεν συμμερίζομαι τη ιερά οργή του κ. Κλαπ, όταν καταγγέλλει. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να είχε γράψει και εναντίον των αντιδημοκρατικών πρακτικών εκείνου του καθεστώτος, όπως της φρικτής απόπειρας ελέγχου του ελεύθερου Τύπου και των μέσων ενημέρωσης διά νόμου, και κάμποσες ακόμα.
Σε αντίθεση με τους σοφιστές, όμως, ένας άνθρωπος που στοχεύει στην αντικειμενικότητα δεν πρέπει να γενικεύει με βάση λιγοστούς ισχυρισμούς, ειδικά εάν αυτοί δεν υποστηρίζονται από στοιχεία. Και έτσι διαφωνώ με τον γενικό τόνο και το υπονοούμενο συμπέρασμα του εν λόγω άρθρου, το οποίο διαβάζω ως μια προσπάθεια να πεισθεί ο μη ειδικός αναγνώστης ότι η Ελλάδα διολισθαίνει σε μια άβυσσο αυταρχικής διακυβέρνησης, σάπιων δομών κ.λπ. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Εάν το άρθρο του κ. Κλαπ είχε κάποια ψήγματα αντικειμενικότητας, θα ήταν λογικό να αντικρουσθεί με επιχειρήματα, αναπτύσσοντας τα επιτεύγματα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την έξοδό της, την περασμένη εβδομάδα, από το 12ετές «Ενισχυμένο πλαίσιο επιτήρησης» της ΕΕ, βάζοντας τέλος στην ελληνική κρίση. Θα μπορούσε επίσης να καταγραφεί το μεγάλο πλήγμα στη γραφειοκρατία που επέφερε ο επιτυχημένος ψηφιακός μετασχηματισμός, ο χειρισμός από την παρούσα κυβέρνηση μεγάλων κρίσεων και πολλά άλλα. Τον μετασχηματισμό που συνέβη, όμως, ο κ. Κλαπ τον απορρίπτει ως «φαινομενικό».
Δεν είμαι όμως εκπρόσωπος ή, έστω, συνήγορος υπεράσπισης της παρούσας κυβέρνησης. Γράφω επειδή με προσβάλλει ως έλληνα πολίτη η απαξιωτική άποψη του κ. Κλαπ για τη χώρα μου. Και έτσι τελειώνω απλώς σημειώνοντας ότι οι πιο αξιοσέβαστοι παγκόσμιοι αξιολογητές της δημοκρατίας, δηλαδή το Freedom House, που ιδρύθηκε από την Ελινορ Ρούζβελτ (Eleanor Roosevelt), και η λίστα του Economist, αποφαίνονται ότι η Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια είναι σημαντικά περισσότερο, και όχι λιγότερο, δημοκρατική από ό,τι στο παρελθόν.