«Μα, στο Παγκράτι;». Ναι, βέβαια στο Παγκράτι, Πού; Σε ρετιρέ στην Ηρώδου Αττικού. Η υπόθεση της Μαρίας Τ., ή Ιρίνα Α.Σ., ή Μαρίας Τσάλλα, πέρα από πολύ σοβαρή –αλλά ούτε πρωτότυπη ούτε ξεχωριστή– είναι και πολύ αστεία, διότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα που μια Ρωσίδα ζούσε και δρούσε στην Ελλάδα με ψεύτικη ταυτότητα, αλλά δεν ήταν κλώνος της Ιρίνα Σάικ στο πιο διανοούμενο και με πιστόλι στην καλτσοδέτα.
Υπάρχουν δύο ειδών κατάσκοποι: Οι πραγματικοί και οι φαντασιωσικοί. Οχι φανταστικοί, φαντασιωσικοί, δεν έχω κάνει λάθος τη λέξη: Αυτοί που εξάπτουν τη φαντασία και τις φαντασιώσεις μας δηλαδή και, ναι, συχνά οι φαντασιώσεις αυτές είναι και ερωτικού τύπου.
Οι πραγματικοί και οι φαντασιωσικοί κατάσκοποι αποδόθηκαν εξαιρετικά στη λογοτεχνία από τον Τζον Λε Καρέ και τον Ιαν Φλέμινγκ αντίστοιχα. Ο πρώτος έγραφε για τον Τζορτζ Σμάιλι και ο δεύτερος για τον Τζέιμς Μποντ.
Οσο ο Μποντ του Φλέμινγκ έβγαινε ατσαλάκωτος από την Αστον Μάρτιν που γινόταν υποβρύχιο και μέσα της τον περίμενε στωικά η ατελείωτη υπεργκομενάρα να της κάνει τη χάρη, ο Σμάιλι του Λε Καρέ, μεσήλικας και τσακισμένος από τη ζωή –και το επάγγελμά του– καθόταν στο σκοτεινό του διαμέρισμα στο Τσέλσι, ακούγοντας Βάγκνερ και κλαίγοντας για τη γυναίκα του που τον άφησε για τον συνάδελφο που τύγχανε και πράκτορας των Ρώσων.
Ποιος σας φαίνεται πιο πραγματικός άνθρωπος; Προφανώς ο δεύτερος. Η ζωή είναι γεμάτη ματαιώσεις, δεν έχει τίποτε ατσαλάκωτο, ιδιαίτερα όταν κάνεις και μια δουλειά που σε βάζει να ζεις, όπως επίσης το έχει γράψει ο Λε Καρέ, στον «κόσμο των σκιών».
Η Μαρία Τ. είχε, λέει, ένα κατάστημα με είδη χειροτεχνίας και πλεκτά. Και τραβούσε και φωτογραφίες, εγώ τις βρήκα ωραίες, το είχε παλέψει το θέμα, όπως πιθανώς είχε παλέψει και το κατάστημα με είδη χειροτεχνίας και πλεκτά.
Οπως είχε παλέψει –ακόμη περισσότερο– το να μπορεί να δείχνει σαν μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, προκειμένου να μην καταλάβει κανείς ότι το κατάστημα με είδη χειροτεχνίας και πλεκτά δεν έπαιζε απολύτως κανέναν ρόλο στη ζωή της, ότι οι φωτογραφίες ήταν η ανάσα της τις ατελείωτες ώρες/μέρες/χρόνια που περίμενε μια εντολή για να δράσει με κάποιον τρόπο, ότι έκανε ψεύτικους φίλους, ψεύτικες σχέσεις, ψεύτικη ζωή, ήταν γενικά ένας ψεύτικος άνθρωπος.
Το πιο εντυπωσιακό στους κατασκόπους και ιδιαίτερα αυτού του είδους, τους «φυτευτούς», είναι ακριβώς αυτό: Είναι άνθρωποι χωρίς πραγματική ταυτότητα. Η Σοβιετική Ενωση το έκανε κατά κόρον αυτό, κάποτε είχα διαβάσει ότι το 1990 υπολογίζονταν σε 120.000 οι Ρώσοι που ζούσαν στις ΗΠΑ με τέτοιου είδους ψεύτικες ταυτότητες, πράκτορες «εν ύπνω» και περιμένοντας να ενεργοποιηθούν όταν θα χρειαζόταν. Για μερικούς, δεν χρειάστηκε ποτέ. Αυτό, πάλι, πόσο ματαίωση είναι;
Κάποιοι είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ από γονείς που έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τι ήταν όλοι αυτοί; Αμερικανοί πολίτες που μεγάλωσαν και σπούδασαν και δημιούργησαν σχέσεις στην Αμερική και παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά περιμένοντας τη στιγμή που θα έπρεπε να τα διαλύσουν όλα αυτά για να εκπληρώσουν τον πραγματικό σκοπό της ζωής τους…
Πίστευαν άραγε στον σκοπό αυτόν ή στην πορεία έχασαν κάθε νόημα;
Τι ήταν η Μαρία Τ.;
Τι είσαι όταν αναγκάζεσαι για χρόνια να ζεις μια ζωή και μετά ξυπνάς ένα πρωί και πρέπει να ζήσεις μια άλλη; Πόσο την ένοιαζε αν θα πουλήσει είδη χειροτεχνίας και πλεκτά; Πόσο φίλη ήταν με τους φίλους που έκανε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια; Πόσο της άρεσε το Παγκράτι; Την απασχολούσε ποιο μπαρ άνοιγε και ποιο έκλεινε, αν είχε πάρκινγκ κάτω από το σπίτι της;
Τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου όταν είσαι τέτοιος άνθρωπος;
Πριν από λίγες μέρες συζητούσαμε για το περίφημο «σύνδρομο της Αβάνας» που οι αμερικανοί κατάσκοποι παθαίνουν κατά συρροή νευρολογικά και άλλα προβλήματα και η CIA νόμιζε ότι τους δηλητηριάζει ο Πούτιν ή ο Κάστρο από τον τάφο – μη γελάτε, είναι παρανοϊκά επαγγέλματα αυτά, κανένα glam δεν έχουν στην πραγματικότητα.
Ούτε επιβράβευση, καθώς κανείς ποτέ δεν πρέπει να ξέρει που ήσουν, ποιος ήσουν και τι έκανες. Τελικά, τους αμερικανούς κατασκόπους δεν τους δηλητηριάζει κανείς, μάθαμε. Απλώς το νευρικό τους σύστημα καταρρέει. Ασε που κανείς τους δεν μοιάζει με τον Ντάνιελ Κρεγκ.
Ολοι αυτοί είναι άνθρωποι-φαντάσματα.
Σκέψου να έχεις ερωτευτεί ή και να έχεις παντρευτεί έναν τέτοιον, ας πούμε. Ή να είναι η κολλητή σου, που πίνετε καφέ κάθε απόγευμα στο Παγκράτι και της λες τα γκομενικά σου. Και ένα πρωί να εξαφανιστεί… Και να μάθεις ότι ήταν ρωσίδα κατάσκοπος.
Ναι, φυσικά και υπάρχουν. Και παραμένουν πολύτιμοι και αφανείς στον κόσμο των ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων, καθώς καμία τεχνητή νοημοσύνη δεν θα μπορέσει ποτέ να υπερκεράσει την εμπιστοσύνη που σου δημιουργεί η ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος με είδη χειροτεχνίας και πλεκτά. Είναι μελετημένα πολύ καλά και επί μακρόν όλα αυτά.
Δεν θα καταλάβουμε ποτέ πώς αισθάνονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
Θα τους βάζουμε πάντα στη σφαίρα της μυθολογίας, κάνουν μια δουλειά που θα θέλαμε να κάνουμε όλοι, υπνωτισμένοι από το μυστήριο που πιστεύουμε ότι θα έδινε διέξοδο στη δική μας βαρετή και μέτρια ζωή.
Ο Σμάιλι του Λε Καρέ –που υπήρξε και ο ίδιος πράκτορας, πριν το ρίξει ευτυχώς στη συγγραφή– στο τέλος της πιο διάσημης τριλογίας του καταφέρνει να πιάσει τον μεγάλο εχθρό, τον επικεφαλής των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.
Ενας συνεργάτης του τού λέει: «Μπράβο, Τζορτζ, κερδίσαμε».
«Did we?» απαντάει εκείνος, με έναν απόλυτα βρετανικό τρόπο που δεν μεταφράζεται σε καμία γλώσσα.
«Ποιος κέρδισε τελικά;», θέλει να πει.
Αφού όλοι το ίδιο παιχνίδι παίζουμε.
Στον κόσμο των σκιών.