Οι σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την παραδοσιακή Αριστερά έχουν περάσει «από σαράντα κύματα» τα τελευταία 42 χρόνια της Μεταπολίτευσης, δηλαδή από τότε (1977) που φάνηκε ότι το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου θα ερχόταν στην εξουσία. Ο ιδρυτής του χρησιμοποίησε τα «ανοίγματα» προς την Αριστερά και όταν ήταν στα πάνω του (1981) και όταν βρισκόταν στριμωγμένος(1989) και φαινόταν ότι θα βρεθεί στην αντιπολίτευση. Κατά γενική ομολογία, τα κατάφερε περίφημα. Προσέλκυσε στο ΠΑΣΟΚ και στελέχη και, το κυριότερο, ψηφοφόρους, που του επέτρεψαν να κυριαρχήσει σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που βρίσκουν αρκετές αναλογίες σε όσα συμβαίνουν από το 2012 και μετά. Θυμωμένοι από όσα συνέβησαν μετά το πρώτο Μνημόνιο (2010), οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να το εγκαταλείπουν σταδιακά. Ετσι, από το 44% του 2009 το άλλοτε κραταιό κόμμα έφτασε στο 12% του Ιουνίου του 2012. Και ο, σχεδόν ανύπαρκτος, ΣΥΡΙΖΑ του 2009 (4,60%) εκτοξεύθηκε στο 27% το 2012. Η συνέχεια είναι γνωστή. Απορροφώντας στελέχη και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στην εξουσία το 2015.
Βλέποντας ότι φτάνει στο τέλος της η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο, ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε τα «ανοίγματα» προς την ευρεία Κεντροαριστερά, με όχημα κυρίως την «στροφή» του προς την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Εκεί άρχισε και η πρώτη σύγκρουσή του με το ΠΑΣΟΚ, τον παραδοσιακό σύμμαχο των σοσιαλδημοκρατών στην Ελλάδα. Η εμφανής επιδίωξη των συνεχώς υποχωρούντων σοσιαλδημοκρατών να καταστήσουν σύμμαχό τους ένα μεγάλο κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ επέτεινε την εσωτερική αντιπαλότητα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η απομάκρυνση Καμμένου ενθάρρυνε πρόσωπα, που στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν βρίσκονταν κοντά στον Κώστα Σημίτη και στον Γιώργο Παπανδρέου, να ταχθούν ανοιχτά υπέρ του Τσίπρα. Είναι η πρωτοβουλία «Γέφυρα» (εδώ), που αναζωπυρώνει ήδη την σύγκρουση των δύο πολιτικών χώρων.
Η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής αισθάνεται «πολιορκούμενη», καθώς βλέπει να το απειλεί διπλός κίνδυνος, από δεξιά και αριστερά. Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές και η πόλωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα μεγαλώνει, το ενδιάμεσο ΚΙΝΑΛ θα συμπιέζεται. Οσοι θέλουν «να φύγουν αυτοί» (κατά την έκφραση της Φώφης Γεννηματά), δηλαδή οι του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να στραφούν απευθείας στην κάλπη της ΝΔ. Οσοι, αντίθετα, δεν θέλουν «να έρθουν οι άλλοι», δηλαδή η ΝΔ, ενδέχεται να στραφούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Για να αποτρέψουν αυτόν τον δεύτερο κίνδυνο, τα ηγετικά στελέχη του ΚΙΝΑΛ προσπαθούν να απαξιώσουν την «επίθεση φιλίας», με επιθέσεις τόσο στα πρόσωπα που μπήκαν στην κυβέρνηση Τσίπρα όσο και σε όσα υπέγραψαν το κείμενο της «Γέφυρας». Επιπροσθέτως, «επιστρατεύθηκαν» τα «βαριά χαρτιά» του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Λαλιώτης, που η εκατέρωθεν προπαγάνδα εμφάνιζε περίπου ως… συνοδοιπόρους του Τσίπρα!
Πάντως, επί της ουσίας όλα αυτά έχουν σημασία για μετά τις εκλογές. Μέχρι τότε το «πολεμικό» κλίμα μεταξύ των δύο κομμάτων δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι ευθέως ανταγωνιστικά. Ομως, όπως αναγνωρίζουν τα σοβαρότερα στελέχη και των δύο πλευρών, μετά η αναζήτηση κοινού βηματισμού θα γίνει υποχρεωτική, αν το εκλογικό αποτέλεσμα το επιβάλλει, δηλαδή αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία (αν υπάρχει, η συζήτηση μάλλον σταματάει εδώ).
Χωρίς αυτοδυναμία, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα γίνει πολύ δύσκολος, αν η ΝΔ δεν έχει συμμάχους στα δεξιά της. Το ΚΙΝΑΛ πολύ δύσκολα θα δεχθεί να εμπλακεί ξανά σε κυβερνητική συνεργασία με την ΝΔ, καθώς η προηγηθείσα του 2012 (κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου) το οδήγησε στην εκλογική συντριβή το 2015. Και επ’ αυτού ήταν απολύτως ξεκάθαροι οι Παπανδρέου και Λαλιώτης, οι οποίοι «αποκήρυξαν» μεν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποκλείουν εκ νέου κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ.
Η κάλπη, λοιπόν, θα αποφασίσει για το αν οι «γέφυρες» θα στηθούν οριστικά ή θα καταρρεύσουν. Τότε θα φανεί ποια από τις δύο πλευρές (χωρίς να αποκλείεται και οι δύο) θα υποχρεωθεί να συνειδητοποιήσει την αξία της ρήσης «ουαί τοις ηττημένοις».