Τα τελευταία χρόνια ο δημόσιος λόγος κυριαρχείται από έντονη συζήτηση γύρω από την καινοτομία. Στη συζήτηση αυτή συνέβαλαν τόσο η οικονομική όσο και η πανδημική κρίση. Η καινοτομία παρουσιάστηκε και συνεχίζει να παρουσιάζεται ως η πανάκεια για την αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας, την αντιμετώπιση του brain drain και την αύξηση του εγχώριου ακαθάριστου προϊόντος.
Στον δημόσιο λόγο η καινοτομία ταυτίζεται με το ρηξικέλευθο, το απολύτως νεωτερικό, την εφευρετικότητα και την επιχειρηματικότητα των νέων ερευνητών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο δημόσιος λόγος κυριαρχείται από μια απλοϊκή κατανόηση του φαινομένου της καινοτομίας. Τι θα γινόταν, όμως, αν αντί να βλέπουμε την καινοτομία ως πανάκεια, την αντιμετωπίζαμε ως πρόβλημα προς επίλυση; Η κατανόηση της καινοτομίας ως πρόβλημα προϋποθέτει να την προσεγγίζουμε ως μια πολύπλοκη και κοινωνικά φορτισμένη διαδικασία και όχι αποκλειστικά ως την ανακάλυψη μιας τεχνολογικής λύσης για τα προβλήματα της αγοράς.
Οταν η καινοτομία αντιμετωπιστεί ως πολύπλοκη διαδικασία και πρόβλημα, το φαινόμενο μπορεί να κατανοηθεί σε βάθος, διευκολύνοντας την αποτελεσματικότερη διάχυσή της. Η καινοτομία ως διαδικασία σημαίνει ότι:
1. Η καινοτομία δεν χρειάζεται να είναι ή να ταυτίζεται με το ρηξικέλευθο. Ενας οργανισμός ή μια ερευνητική ομάδα μπορεί να καινοτομήσει προσδιορίζοντας ένα πρόβλημα και χρησιμοποιώντας ήδη υπάρχοντα υλικά, να προχωρήσει στη λύση του με αποτελεσματικότητα και χαμηλό κόστος. Μάλιστα, ένα κράτος, μια ομάδα ή ένας επιχειρηματίας μπορεί να καινοτομήσει μέσω της μίμησης και της προσαρμογής δοκιμασμένων τεχνολογιών χωρίς να προχωρήσει σε νέες εφευρέσεις. Ιστορικά, πολλά κράτη επί πολλά χρόνια αντιστέκονταν στην ενοποίηση των συστημάτων διαχείρισης γνώσης και δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, γιατί επιθυμούσαν να καινοτομούν μέσω μίμησης. Ενα τέτοιο παράδειγμα ήταν και η Ελλάδα για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
2. Η καινοτομία μπορεί να αφορά αποκλειστικά μικρές τεχνικές ή θεσμικές παρεμβάσεις που διασφαλίζουν την προσαρμογή των τεχνολογιών σε διαφορετικά πλαίσια χρήσης και σε διαφορετικά βιομηχανικά και οικονομικά περιβάλλοντα. Σε αυτό το πλαίσιο, αντί να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον ρόλο των ρηξικέλευθων καινοτόμων, θα πρέπει να αναδείξουμε και να κατανοήσουμε τον ρόλο των απλών τεχνικών και τεχνιτών, που είτε προσαρμόζουν καθολικές τεχνολογίες στα πλαίσια χρήσης είτε διασφαλίζουν την επέκταση της ζωής και της λειτουργίας των τεχνολογιών μέσω της επιδιόρθωσης και της συντήρησης. Ας σκεφτούμε τον ρόλο των συνεργείων στη συντήρηση του εξοπλισμού στον πρωτογενή τομέα, ώστε να απαλλάξουν τους αγρότες από την ανάγκη αντικατάστασης των μηχανημάτων. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της αυτοκίνησης. Η συντήρηση των τεχνολογιών και των υποδομών μπορεί να είναι πιο σημαντική από τη φρενίτιδα της καινοτομίας, ειδικά σε οικονομίες με περιορισμένες δυνατότητες, όπως η ελληνική.
3. Ακόμα και αν η καινοτομία νοηθεί ως κάτι ρηξικέλευθο, πρέπει να γίνει σαφές ότι η καινοτομία ως πολύπλοκη διαδικασία και μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων μπορεί να διαχυθεί ταχύτερα και ευρύτερα. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά αν στρέψουμε την προσοχή μας στον πρωτογενή τομέα της αγροδιατροφής, θα δούμε ότι ενώ οι ερευνητικές ομάδες παράγουν γνώση και τεχνολογίες αιχμής, αυτές δύσκολα φτάνουν στον αγρό και ακόμα δυσκολότερα στον καταναλωτή. Σήμερα η ελληνική κοινότητα βιοχημικών, χημικών και βιολόγων παράγει εξαιρετική έρευνα στον τομέα των ωμικών τεχνολογιών και υπάρχει ολόκληρο επιστημονικό δίκτυο για τα λεγόμενα foodomics, δηλαδή τις ωμικές τεχνολογίες και νέες μεθοδολογίες συγκρότησης και απόδοσης νέων αξιών στο αγροτρόφιμο. Παρά την εκτεταμένη έρευνα, αυτή δύσκολα περνάει στην παραγωγή και στις κοινότητες αγροτών, κυρίως λόγω θεσμικής ανεπάρκειας, έλλειψης δομών διάχυσης της έρευνας, καθώς και κοινωνικών και πολιτισμικών λόγων.
4. Τέλος, όταν οι κοινωνίες ή τα κράτη συζητούν ή παράγουν πολιτικές καινοτομίας, πρέπει να θέτουν το ερώτημα: «Καινοτομία για ποιους;». Ποιος και με ποιους οικονομικούς όρους παράγει την καινοτομία είναι πολύ σημαντική διάσταση στη συγκρότηση της καινοτομίας ως διαδικασίας μετασχηματισμού. Η εισαγωγή καινοτομιών θα πρέπει να αποτιμάται σε ένα πλαίσιο αξιών, όπου κατά προτεραιότητα πρέπει να διασφαλίζεται η όσο το δυνατόν ισότιμη πρόσβαση στις οικονομικές, τεχνολογικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της καινοτομίας. Επίσης, στην αποτίμηση πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι και εμπλεκόμενοι, και άρα η αποτίμηση του τεχνολογικού μετασχηματισμού πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες και τις αξίες των κοινωνικών εταίρων.
Είναι σημαντικό να προβλεφθούν πιθανές εξωτερικότητες και να διασφαλιστεί η ισότιμη κατανομή τους. Επίσης, είναι σημαντικό να ρωτάμε: «Καινοτομία με ποιες συνέπειες και για ποιους;». Η καινοτομία πρέπει να είναι μια διαδικασία συμπεριληπτική για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, από τη διαδικασία του σχεδιασμού μέχρι τη διαδικασία της χρήσης. Για παράδειγμα, στον αγροδιατροφικό τομέα είναι σημαντικό το σύστημα να σχεδιαστεί με βάση τις ανάγκες των αγροτών, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που έχουν οι τοπικοί σποροπαραγωγοί και βελτιωτές σπόρων και ποικιλιών, οι οποίοι γνωρίζουν τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων και τις δυνατότητες του τοπικού περιβάλλοντος και φυτοπολλαπλασιαστικού δυναμικού.
Μέσα από μια τέτοια προσέγγιση της καινοτομίας θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις, καθώς και να τονίσουμε κάποιες διαστάσεις που έχουν χαθεί από τον δημόσιο διάλογο, ο οποίος δίνει έμφαση αποκλειστικά στον ρηξικέλευθο χαρακτήρα της.
* O Στάθης Αραποστάθης είναι καθηγητής στο ΕΚΠΑ. Διδάσκει Ιστορία και Κοινωνιολογία της Επιστήμης, της Τεχνολογίας και της Καινοτομίας.