«Πιστεύεις ότι οι ιστορίες μας θα είχαν θέση στα πρωινάδικα;» ρωτάει τον καινούργιο έμπιστο φίλο της η νεαρή ηρωίδα στο «Μilky Way» του Βασίλη Κεκάτου (Mega). Tο σύμπαν ολόκληρο μοιάζει να έχει καταποντιστεί από προσωπικές εξιστορήσεις που επιμένουμε να σερβίρουμε στους άλλους, στο πλαίσιο μιας νορμαλοποιημένης –και ακατάσχετης– ενασχόλησης με την Αυτού Μεγαλειότητα: τον εαυτό μας.
Δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι, αλλά ένα περίπου 40% αυτών που λέμε αφορά εμάς τους ίδιους (σύμφωνοι, η παρούσα στήλη θα κρινόταν κατά πλειοψηφία ένοχη, αλλά ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω).
Ολο και περισσότεροι τείνουμε να μεταμορφωθούμε σε αυτόν που ήταν κάποτε ο πιο ανυπόφορος τύπος στην παρέα. Σε εκείνον που μονοπωλούσε την κουβέντα (ή τη μετατόπιζε με δεξιοτεχνία μπαλαρίνας) για να μιλήσει αποκλειστικά για την πάρτη του. Σε αυτόν που την ώρα που του έλεγες κάτι επεξεργαζόταν ήδη, χωρίς να ακούει Χριστό, πώς θα σου απαντήσει. Τον ίδιο που, την ώρα που του έλεγες «διαγνώστηκα με ανίατη ασθένεια και έχω μία μέρα ζωής», θα σε έκοβε με ένα: «A, ναι; Που να δεις εγώ τι είχα πάθει όταν…».
Οι κοινωνιολόγοι τού έχουν δώσει και επιστημονικό όνομα: «conversational narcissist» («συνομιλιακός ναρκισσιστής»). Αντιγράφω από το έξαλλο ποστ ενός φίλου που σκόνταψε εσχάτως πάνω σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα: «Συναντήθηκα με έναν άνθρωπο που επί τρεις ώρες μιλούσε χωρίς σταματημό. Ηταν κάτι το φοβερό… Σαν τον τυφώνα Κατρίνα, σαν την κλιματική αλλαγή, την καταβύθιση της Βενετίας…»
Οχι άλλες αυτοβιογραφίες τεσσάρων επεισοδίων
Η κατάσταση έχει πλέον εκτραχυνθεί. Oπου σταθείς και όπου βρεθείς κάποιος φτύνει λέξεις για τη ζωή του. Ανοίγω λ.χ. την τελευταία βιογραφία του ΛεΜπρον Τζέιμς («LeBron», εκδ. Simon & Schuster) που έκανα προ ημερών δώρο στον γιο μου (να τη η αυτοαναφορικότητα!) και το μάτι μου πέφτει στην αφιέρωση του συγγραφέα της, Τζεφ Μπένεντικτ.
Δεν είναι ένα απλό «Στη γυναίκα μου που ήταν στο πλάι μου» ή «Στους γονείς μου». Είναι ένα κατεβατό έντεκα αράδων, εν είδει επιστολής, που ξεκινάει ως εξής: «Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι παράτησες τη Μαμά και εμένα….».
«Μην μπείτε στον κόσμο να γράψετε και εσείς τα απομνημονεύματά σας» ικετεύει ούτε λίγο ούτε πολύ τους κοινούς θνητούς ο εξέχων κοινωνικός επιστήμονας Αρθουρ Σ. Μπρουκς στο Atlantic. «Οι αυτοβιογραφίες είναι όλο και πιο συχνές, καθώς μοιραζόμαστε όλο και πιο άνετα προσωπικές λεπτομέρειες της ζωής μας με αγνώστους. Πριν ξεκινήσετε όμως τη δική σας», προειδοποιεί, «σκεφτείτε το εξής: αυτό που εσείς νομίζετε ότι είναι συναρπαστικό για τη ζωή σας μπορεί να μην είναι για τους άλλους».
Το ίδιο όμως φαίνεται να αρχίζει να ισχύει και για τους ίδιους τους celebrities. Too much information. Τι ακριβώς αποκομίζει π.χ. κανείς διαβάζοντας στο νεοαφιχθέν tell-all memoir της Μπρίτνεϊ Σπίαρς «Τhe woman in me» ότι είχε ένα σύντομο, μόλις δύο εβδομάδων, affair με τον Κόλιν Φάρελ, το οποίο μάλιστα βαφτίζει «brawl» (σε ελεύθερη απόδοση «τσαμπουκά») διότι «χουφτωνόμασταν τόσο παθιασμένα που ήταν σα να είχαμε πιαστεί στο ξύλο στη μέση του δρόμου»;
Ακόμα και το πρόσφατο memoir των πολλαπλών εθισμών του μακαρίτη Μάθιου Πέρι («Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο Φριχτό Πράγμα», εκδ. Αθens Bookstore), που γράφτηκε, υποτίθεται, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας «αυτοκάθαρσης» και περιγράφει μια πνευμονία, μια διάτρηση εντέρου, μια ντουζίνα χειρουργεία, δύο εβδομάδες σε κώμα κ.ο.κ., σε τι άλλο χρησίμευσε, αλήθεια, εκτός από πρώτη ύλη για χαιρέκακο κουτσομπολιό απέναντι σε έναν ακόμη «καμένο» επώνυμο;
Και σαν να μην έφταναν οι αυτοβιογραφίες σε χαρτί, τώρα έχουμε και τα κατά παραγγελία αυτοβιογραφικά ντοκιμαντέρ ενός ή τεσσάρων επεισοδίων. Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Ρόμπι Γουίλιαμς. Την αρχή, βέβαια, την έκανε ο Mάικλ Τζόρνταν με το «Τhe Last Dance». Και ακολούθησε ο έκπτωτος πρίγκιπας Χάρι μετά της Μέγκαν (με διπλό χτύπημα, και σε χαρτί και σε docuseries), από την αυτοαναφορικότητα των οποίων γκώσαμε, ευτυχώς, νωρίς.
Μίλα μου για μένα
Σε αυτή τη ναρκισσιστική δίνη, τα social media στάθηκαν αρωγοί και εμψυχωτές (θυμίζω το τελευταίας εσοδείας σύνδρομο «Με λένε Στέφανο και έχω να σας πω κάτι»). Οι αναρτήσεις μας έχουν σήμερα καταλήξει μικρές ωδές στον εαυτό μας (ή έστω μεγάλες οιμωγές γι’ αυτόν, δεδομένου ότι σήμερα το τραύμα πουλάει σαν τρελό).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης αναρτήσεων στο Twitter («Ιs it really about me?»), το 80% των χρηστών ποστάρουν εμμονικά για τον εαυτό τους. Αν εξαιρεθούν, δηλαδή, τα βίντεο με τα χαριτωμένα γατάκια και η γκρίνια για την κίνηση στους δρόμους ή την αεροπορική εταιρεία, τα υπόλοιπα συγκλίνουν σε ένα υπερτροφικό «εγώ». «Που έφαγα», «τι είδα», «τι δεν θέλω να δω», «με ποιον διάσημο που μόλις πέθανε φωτογραφήθηκα το 1994», «τι σκέφτομαι» (το τελευταίο, άλλωστε, το ίδιο το Facebook σου το ρωτάει από μόνο του).
Αυτή η αυτοαναφορική λογοδιάρροια, λένε οι ειδικοί, μπορεί να είναι μια αναγκαία τζούρα ευεξίας (σύμφωνα με έρευνα του Χάρβαρντ, το 2012, το να μοιράζεσαι πληροφορίες για τον εαυτό σου όντως απελευθερώνει ντοπαμίνη στον εγκέφαλο). Μπορεί βέβαια να συνιστά σύμπτωμα βαθιάς μοναξιάς ή ακόμα και κατάθλιψης.
Ο απαυδισμένος Μπρουκς στο Atlantic φθάνει στο σημείο να δώσει και συμβουλές για το πώς μπορεί κανείς να μειώσει αισθητά το αυτοαναφορικό περιεχόμενο σε αναρτήσεις (στον κυβερνοχώρο) και συναπαντήματα (στον δρόμο). Την πιο σοφή, όμως, συμβουλή, νομίζω, την έχει δώσει ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Γουίλσον Μίζνερ: «Μη μιλάς για σένα. Αυτό θα γίνει μόλις φύγεις».