Στις 15 Νοεμβρίου του 1813 δύο έμποροι με τα ονόματα Λέιπολντ και Κόντι έφθασαν στο ελβετικό Σαφχάουζεν (στη Βόρεια Ελβετία, κοντά στους καταρράκτες του Ρήνου). Τώρα, τι σχέση μπορεί να είχαν αυτοί οι δύο που μπήκαν στη χώρα με πλαστά διαβατήρια, με τους εορτασμούς και τα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στους καταρράκτες (που είναι οι μεγαλύτεροι της Ευρώπης) δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό πρόσκαιρο έργο τέχνης με την ευκαιρία της εθνικής εορτής της Ελβετίας;
H εθνική εορτή της Ελβετίας είναι την 1η Αυγούστου. Παραδοσιακά η εορτή αναφέρεται στον όρκο αλληλοβοήθειας που έδωσαν τρεις ελβετικές περιοχές της κεντρικής Ελβετίας, οι Schwyz, Uri και Unterwalden (Σβιτς, Ούρι και Ουντερβάλντεν) το 1291, διεκδικώντας την αυτονομία τους από τους Αψβούργους. Από τότε σταδιακά κι άλλες περιοχές ενώθηκαν μαζί τους δημιουργώντας την πρώτη Ελβετική Συνομοσπονδία την ανεξαρτησία της οποίας (έπειτα από πολλούς νικηφόρους πολέμους) αναγνώρισε ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός το 1499.
Ετσι, στις αρχές του 16ου αιώνα η Ελβετική Συνομοσπονδία αποτελούνταν από 13 καντόνια, η ενότητά της όμως απειλήθηκε σοβαρά λόγω του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μεταξύ μεταρρυθμιστών και καθολικών. Τελικά όμως η πολιτική ενότητα διατηρήθηκε και η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) επισφράγισε την ανεξαρτησία της.
Η Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσε την αιτία νέων αναταραχών που εντάθηκαν από την κατάληψη της χώρας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Ομως στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1815 (και λίγο μετά στο Παρίσι) αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελβετίας από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις μαζί με την ουδετερότητά της.
Τέλος, και αφού ακολούθησαν κι άλλες σημαντικές εσωτερικές τριβές που οδήγησαν σε έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο, τα αντίπαλα μέρη συμφώνησαν στο σύνταγμα του 1848, που θεωρείται η βάση της σύγχρονης Ελβετίας, καθώς καθιέρωσε όλο το σύστημα διοίκησης της ομοσπονδίας, με τις επιμέρους ελευθερίες των καντονιών.
Ετσι δημιουργήθηκε η πρώτη σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, η οποία μάλιστα έχει πολλά χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας, λόγω των συχνών δημοψηφισμάτων, ενώ παράλληλα στην κυβέρνηση της χώρας δεν συμμετέχει μόνο το κόμμα που πλειοψηφεί στις εκλογές, αλλά όλα τα μεγάλα κόμματα (!), οδηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε συναινέσεις και μοιράζοντας την ευθύνη της διακυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, όπως έχουν τονίσει πολλοί ελβετοί πολιτικοί κατά καιρούς, τα κόμματα είναι πολιτικοί αντίπαλοι και όχι εχθροί.
Η Ελβετία θεωρείται χαρακτηριστική περίπτωση ενός Willensnation δηλαδή έθνους θεμελιωμένου στη βούληση. Πράγματι, όπως έχει γράψει ο ελβετός διπλωμάτης και ακαδημαϊκός Πάουλ Βίντμερ, η Ελβετία δεν έχει κοινή γλώσσα (υπάρχουν 4 επίσημες γλώσσες) ούτε κοινή θρησκεία, αλλά κοινή θέληση που την κρατάει ενωμένη. Και η θέληση αυτή είναι ουσιαστικά θέληση για ελευθερία.
Δηλαδή οι γερμανόφωνοι, οι γαλλόφωνοι, οι Τιτσινέζοι και οι Ραιτορομάνοι έχουν δημιουργήσει ένα έθνος ώστε μέσω αυτού να απολαμβάνουν το μέγιστο της πολιτικής ελευθερίας. Ετσι, η Ελβετία δεν είναι ένα αποκεντρωμένο κράτος, είναι ένα «μη κεντροποιημένο» κράτος και η δημοκρατία δεν έχει κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω, αλλά από κάτω προς τα πάνω.
Αυτήν λοιπόν την πολιτική δομή θεσμοποίησε το σύνταγμα του 1848 και γι’ αυτό φέτος, στο πλαίσιο της εθνικής επετείου, εορτάζονται τα 175 χρόνια από την ψήφισή του.
Από μια άλλη σκοπιά τώρα, οι ιστορικοί Κλάιβ Τσερτς και Ράντολφ Χεντ σημειώνουν πως η Ελβετία είναι κράτος θεμελιωμένο στη βούληση από δύο πλευρές. Η μία είναι η πλευρά των Ελβετών και η άλλη είναι η πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων στην εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων.
Κι αυτό γιατί τόσο ο Ναπολέων (από την εποχή της παντοδυναμίας του) όσο και οι Σύμμαχοι (Ρώσοι, Αυστριακοί, Αγγλοι και Πρώσοι) ειδικά μετά τη νίκη τους στη μάχη της Λειψίας θεωρούσαν πως μία Ελβετία ανεξάρτητη, ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της και ουδέτερη, θα ήταν προς το συμφέρον τους.
Ομως, το γεγονός της ύπαρξης τάσεων που τείνουν προς ένα αποτέλεσμα είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την πραγματοποίησή του. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η διενέργεια λεπτών όσο και πολύπλοκων διπλωματικών χειρισμών, που απαιτεί γνώση των συνθηκών, οξυδέρκεια, αντίληψη του συσχετισμού δυνάμεων και διπλωματική ικανότητα για να γίνει εφικτή η μεταστροφή πολλών επιμέρους παραγόντων προς τον ίδιο σκοπό.
Εδώ λοιπόν ξαναβρίσκουμε τους δύο μυστηριώδεις εμπόρους που δεν ο Λέιπολντ και ο Κόντι, αλλά ο αυστριακός βαρόνος Λεμπτσέλτερν, ο σύνδεσμος του αυστριακού αυτοκράτορα στο ρωσικό στρατηγείο, ως απεσταλμένος του Αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου και ο κόμης Καποδίστριας, διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του ρώσου αρχιστρατήγου, ως απεσταλμένος του τσάρου Αλέξανδρου.
Αποστολή τους ήταν να αποσπάσουν την Ελβετία από τη Γαλλία, να κηρύξει ουδετερότητα και να αποκτήσει έναν νέο καταστατικό χάρτη (σύνταγμα). Ειδικά ο Καποδίστριας μελέτησε πολύ προσεκτικά την κατάσταση στην Ελβετία και τους εσωτερικούς διχασμούς και κατάφερε σταδιακά να μεταστρέψει όσους διαφωνούσαν ώστε να υπάρξει κοινή στάση και αποδοχή από την ελβετική κυβέρνηση του σχεδίου συντάγματος που ετοίμασε ο ίδιος.
Ετσι, κατάφερε να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της Ελβετίας, αλλά και το σύνθετο σύστημα του ομοσπονδιακού κράτους με τα αυτόνομα καντόνια, στα συνέδρια της Βιέννης και μετά του Παρισιού. Αντίστοιχα οι αρετές του αναγνωρίστηκαν από τους Ελβετούς, που τον έκαναν επίτιμο δημότη της Γενεύης και μετά του Βοντ.
Σήμερα το όνομα του Καποδίστρια υπάρχει σε μία από τις όχθες της Γενεύης και το 2009, κατόπιν ρωσικής πρωτοβουλίας αναγέρθηκε προτομή του στις ακτές της λίμνης Λεμάν. Γιατί, όπως έγραψε σε επιστολή του στο «Βήμα» ο τότε πρέσβης της Ελβετίας στην Ελλάδα Λορέντζο Αμπεργκ (Lorenzo Amberg), η Ελβετία δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα χωρίς τον Καποδίστρια.
- Μία διάλεξη του πρώην πρέσβη της Ελβετίας στην Ελλάδα, Lorenzo Amberg για τον σημαντικό ρόλο του Καποδίστρια σχετικά με την Ελβετία εδώ