Ας αρχίσουμε με δύο χαρακτήρες από την τηλεοπτική και κινηματογραφική μυθοπλασία.
♦ Ο Ρέιμοντ Αλαν Τασκ, ο δισεκατομμυριούχος βιομήχανος της σειράς House of Cards, έχει στο γραφείο του μόνο ένα σταθερό τηλέφωνο. Ούτε υπολογιστή ούτε κινητό. Το σηκώνει και δίνει εντολές ή απαντά μονολεκτικά σε ερωτήματα π.χ. για την παραγωγή στην Κίνα. Με βάση το σενάριο, ο Τασκ (τον υποδύεται ο επιβλητικός Τζέραλντ ΜακΡάνεϊ) ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των baby boomers που πήρε το όνομά της από την έκρηξη των γεννήσεων μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους. Και το τηλέφωνο είναι το μέσο επικοινωνίας που συντρόφευσε τα πιο δημιουργικά της χρόνια.
♦ Η Ανγκελα Ραντουτσάνι είναι μια νέα γυναίκα που δουλεύει σε μια εταιρεία παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού στο Βουκουρέστι. Οδηγεί όλη την ημέρα ένα βανάκι Fiat Fiorino και τρέμει το smartphone και τις επόμενες εντολές από τον εργοδότη της. Δουλεύει 15 ώρες την ημέρα και όταν παραπονείται ότι δεν αντέχει άλλο στο τιμόνι, το αφεντικό της προτείνει να κλείσει τα μάτια της για μισή ώρα στο Fiorino και να πιει ένα Red Bull. Η Ανγκελα (την υποδύεται η Ιλίνκα Μανολάκε) είναι η ηρωΐδα της ευρηματικής κοινωνικής σάτιρας «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου» (υπάρχει στην πλατφόρμα streaming Cinobo), σε σενάριο και σκηνοθεσία του πολυβραβευμένου Ράντου Ζούντε.
Η Ανγκελα είναι πάνω-κάτω 35 χρόνων, ανήκει στη γενιά των Millennials, και όπως συμβαίνει με πολλούς κακοπληρωμένους εργαζόμενους αυτής της γενιάς (στα Βαλκάνια και την Ελλάδα), το smartphone έχει γίνει δυνάστης. Η καθημερινότητά της σε μια πόλη μποτιλιαρισμένη που γεννά εξάντληση και απογοήτευση θυμίζει δε πολύ τις συνθήκες που επικρατούν στην Αθήνα.
Εύκολα καταλαβαίνεις πώς ένας άνθρωπος που ζει και εργάζεται όπως εκείνη δεν έχει το κουράγιο από ένα σημείο και μετά ούτε να σηκώσει το τηλέφωνο. Και πόσο περιμένει τη στιγμή που θα σταματήσουν οι ειδοποιήσεις στην οθόνη (για κλήσεις, email, SMS, Viber, WhatsApp, Facebook Messenger, Instagram, χρέη, λογαριασμούς ρεύματος, νερού και θέρμανσης) και κάπου εκεί, κοντά στα μεσάνυχτα, το τηλέφωνο θα ησυχάσει. Και θα πέσει ημιλιπόθυμη για ύπνο.
Υπάρχουν μέρες που πέρα από τα στενά μας πρόσωπα δεν χωράει τίποτε άλλο. Που αισθμαίνουμε για να τακτοποιήσουμε/θεραπεύσουμε όλες τις εκκρεμότητες που εμφανίζονται στην οθόνη του κινητού μας ώστε δεν μένει χώρος και κουράγιο. Ούτε για να μιλήσουμε στους φίλους μας. Πόσο μάλλον για να ακούσουμε έναν άγνωστο να μας μιλάει για τα bitcoin ή για ένα νέο συμβόλαιο ηλεκτρικής ενέργειας.
Τι μας λέει όμως η Gen Z που το βλέπει μπροστά της όλο αυτό και που δεν την πήρε σταδιακά από κάτω όπως εμάς; Μήπως έχει τη λύση; Σύμφωνα με έρευνα που επικαλείται το BBC, ένας στους τέσσερις νέους, ηλικίας 18 έως 34 ετών, δεν απαντά ποτέ στο τηλέφωνο. Ενώ το 70% των ατόμων ηλικίας 18-34 προτιμούν τα γραπτά μηνύματα από ένα τηλεφώνημα. Στα social media νέοι άνθρωποι λένε σε αναρτήσεις και βίντεο ότι δεν έχουν καμία διάθεση να απαντήσουν σε κλήσεις και ότι αν κάποιος θέλει να επικοινωνήσει μαζί τους «χεράκια έχει, ας γράψει ένα μήνυμα».
Ξέρω ανθρώπους οι οποίοι αν δεν απαντήσουν σε κάθε κλήση στο κινητό τους τηλέφωνο νιώθουν τεράστιες ενοχές. Σαν να προδίδουν την ανατροφή που έλαβαν από τους γονείς τους ή να τρίζουν τα κόκκαλα των προγόνων τους στο Πρώτο Νεκροταφείο. Και άλλους που ενίοτε δεν απαντούν ούτε στους πιο στενούς τους φίλους, γνωρίζοντας ότι εκείνοι θα καταλάβουν. Και ότι θα στείλουν μήνυμα ή αν συμβαίνει κάτι σοβαρό θα επιμείνουν.
Παρότι ανήκω δυστυχώς στους πρώτους, ζηλεύω τους δεύτερους. Οπως φυσικά και τη GenZ που το ξεκόβει. Και σίγουρα συμπάσχω με την Ανγκελα Ραντουτσάνι, ιδίως αν της τηλεφωνεί εξουσιαστικά ένας τύπος σαν τον Ρέιμοντ Τασκ (έστω των Βαλκανίων).
Ενώ θυμάμαι ακόμα με δέος τον αρθρογράφο που τόλμησε να γράψει μια μέρα στη στήλη του (στο καθημερινό «Βήμα») κάτι όπως αυτό:
—«Ευχαριστώ πολύ όσους μου τηλεφώνησαν χθες να μου ευχηθούν για την ονομαστική μου εορτή. Ευχαριστώ ακόμη περισσότερο όσους δεν μου τηλεφώνησαν»