| CreativeProtagon/Shutterstock/Reuters
Απόψεις

Η «φιλειρηνική» Τουρκία του Κιλιτσντάρογλου και η Ελλάδα

«Με όλους τους γείτονες θα ζήσουμε σε κλίμα ειρήνης», δήλωσε πρόσφατα ο κεμαλιστής ηγέτης. Θα μπορούσε αυτό να αφορά και την χώρα μας; Λίγες ημέρες πριν, ο ίδιος πολιτικός αμφισβήτησε την κυριαρχία του Αιγαίου, ενώ παλαιότερα είχε εγκαλέσει τον Ερντογάν ότι δεν προχωρά σε επιχείρηση κατάληψης των νησιών που παρανόμως στρατιωτικοποιεί η Ελλάδα...
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Τα τελευταία 24ωρα της προεκλογικής εκστρατείας στην Τουρκία, η αντιπαράθεση μεταξύ Ερντογάν – Κιλιτσντάρογλου δύσκολα συγκρατείται εντός ορίων. Οι λεκτικές συγκρούσεις πληθαίνουν, τα διαφόρων ειδών επεισόδια αποτελούν μέρος της καθημερινότητας και οι φωνές περί νοθείας γίνονται όλο και περισσότερες. Μπορεί ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας να μην είναι η βασική αιτία της βαθιάς ρήξης μεταξύ του ΑΚΡ και του αντιπολιτευτικού συνασπισμού, φαίνεται όμως πλέον ξεκάθαρα ότι οι δύο πλευρές προσεγγίζουν με παντελώς διαφορετικό τρόπο τις σχέσεις της Αγκυρας με τον κόσμο – και δη με τη Δύση. «Με όλους τους γείτονες θα ζήσουμε σε κλίμα ειρήνης», δήλωσε την Τρίτη ο Κιλιτσντάρογλου. Τι μπορεί να εννοεί ο κεμαλιστής ηγέτης που αμφισβητεί την εξουσία του Ερντογάν; Και πιο ειδικά, η «ειρήνη» αφορά και την Ελλάδα;

Και ενώ ο Ερντογάν και η ηγετική ομάδα γύρω του αναζητούν αιτίες κι αφορμές για να εκφράζουν τον πηγαίο αντιδυτικισμό τους, ο Κιλιτσντάρογλου εμφανίζεται σαφώς ηπιότερος απέναντι στις μεγάλες πρωτεύουσες – και κυρίως πολύ πιο δεκτικός στα φιλελεύθερα κελεύσματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών που αφορούν την κατάσταση στο εσωτερικό, τις πολιτικές ελευθερίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ζητήματα του κράτους δικαίου. Την ώρα που ο αυταρχισμός του Ερντογάν δέχεται σφοδρές επικρίσεις από τον δυτικό Τύπο, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης υπόσχεται ότι σε περίπτωση που εκλεγεί, θα αποφυλακίσει τον ηγέτη του φιλοκουρδικού HDP και τον ακτιβιστή Οσμάν Καβαλά.

Η κοσμική κεμαλική ατζέντα ταίριαζε ανέκαθεν περισσότερο στη Δύση. Η εξωστρεφής ηγεσία του CHP είχε πάντα επαφές τόσο με την Ευρώπη, όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορεί σε μεγάλο βαθμό αυτή η σχέση να ήταν μια σχέση αλληλεξάρτησης, καθώς η Τουρκία δεν έπαψε ποτέ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να είναι ένας από τους σπουδαιότερους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, ποτέ όμως δεν ετέθη σε ευθεία αμφισβήτηση, όπως έκανε ο Ερντογάν με την αλλοπρόσαλλη πολιτική του.

Ο τούρκος πρόεδρος δεν άφησε μέτωπο ανέγγιχτο. Μπήκε σε πορεία ρήξης με την Ουάσινγκτον εξαιτίας της στάσης «επιτήδειου ουδέτερου» που τήρησε στο ρωσο-ουκρανικό, αλλά και λόγω της ευρύτερης σύγκλισής του με τον Πούτιν. Παρενέβη στη Συρία, διαθέτει στρατεύματα στη Συρία, διέκοψε διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, έφτασε ένα βήμα πριν από την ένοπλη σύγκρουση με την Ελλάδα, παραβίασε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου, καθώς και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών στα Βαρώσια. Η Τουρκία επί Ερντογάν λειτούργησε κατ’ εξακολούθηση ως ένα αναθεωρητικό κράτος-«πειρατής» στην ευρύτερη περιοχή, αμφισβητώντας το status quo σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Η παρουσία της χώρας ως μια ισχυρής, ανεξάρτητης περιφερειακής δύναμης που δεν ακολουθεί τις εξελίξεις, αλλά ηγείται στη γειτονιά της και όχι μόνο, είναι βέβαιο ότι αρέσει στους Τούρκους. Με τον Ερντογάν, όμως, να βρίσκεται μονίμως σε έξαρση, η κατάσταση ίσως έχει αρχίσει να κουράζει. Τα προβλήματα στην οικονομία και την καθημερινότητα είναι δυσεπίλυτα και πέρα από την τόνωση του εθνικιστικού αισθήματος, η συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν φαίνεται να λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία ετερόκλητων εκλογικών ακροατηρίων. Συνυπολογίζοντας και αυτήν την παράμετρο, ο Κιλιτσντάρογλου δηλώνει έτοιμος να συνυπάρξει με τον κόσμο γύρω του.

Εκ των πραγμάτων, όποιος εκ των δύο εκλεγεί, θα χρειαστεί τη Δύση στο πλευρό του – και ας φωνασκεί τώρα ο Ερντογάν. Οπως και η Δύση θα χρειαστεί την Τουρκία δίπλα της, ενόψει των ραγδαίων γεωπολιτικών εξελίξεων που καταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Πάντως, ήδη πριν από τους φονικούς σεισμούς ο τούρκος πρόεδρος είχε ξεκινήσει μια διαδικασία επαναπροσέγγισης σχεδόν με όλους αυτούς με τους οποίους ήρθε τα προηγούμενα χρόνια σε αντιπαράθεση ή ρήξη. Πλην, φυσικά, της Ελλάδας και της Κύπρου. Αρα, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι όχι μόνο τι ακριβώς θα κάνει ο Κιλιτσντάρογλου στη Λιβύη, τη Συρία, με την Αίγυπτο ή το Ισραήλ, αλλά και ποια θα είναι η στρατηγική του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η αποκαλούμενη «ειρήνη» να αφορά Αθήνα και Λευκωσία;

Οσο εύλογο είναι το ερώτημα, άλλο τόσο προφανής είναι η απάντηση. Λίγες μέρες πριν, ο κεμαλιστής πολιτικός αμφισβήτησε την κυριαρχία του Αιγαίου. Οπως ακριβώς παλαιότερα είχε εγκαλέσει τον Ερντογάν ότι μένει στα λόγια και δεν προχωρά σε επιχείρηση κατάληψης των νησιών που παρανόμως στρατιωτικοποιεί η Ελλάδα. Οι κεμαλιστές αμφισβητούν τη Συνθήκη της Λωζάννης, όπως ακριβώς κάνει και το ΑΚΡ. Για τους κεμαλιστές οι Τουρκοκύπριοι είναι τα «αδέρφια» που χρήζουν της στρατιωτικής προστασίας της Αγκυρας. Οι κεμαλιστές, άλλωστε, με επικεφαλής τον Μπουλέντ Ετζεβίτ, ήταν αυτοί που εισέβαλαν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.

Εκτός αυτών, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η ισχυρότερη πολιτική εταίρος του Κιλιτσντάρογλου είναι η σκληρή εθνικίστρια Μεράλ Ακσενέρ, η οποία διαγκωνίζεται με τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί για την αιματηρή κληρονομιά των Γκρίζων Λύκων. Πρόκειται να αποστεί η εξωτερική πολιτική ενός τέτοιου μελλοντικού συνεργατικού σχήματος από τις βασικές τουρκικές θέσεις όσον αφορά το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο ή τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη; Πραγματικά απίθανο.

Πέρα από μια περίοδο χάριτος, η Αθήνα δεν έχει να προσδοκά πολλά μετά τις τουρκικές εκλογές. Το ευκταίο θα ήταν να προκύψει ένα καθαρό αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως νικητή, ώστε η Τουρκία να μην περάσει μέσα από το καμίνι μιας εσωτερικής –με εμφυλιακά χαρακτηριστικά– σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια. Είναι παλιά τουρκική τακτική η εξαγωγή της κρίσης στο Αιγαίο.

Οπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, έως ότου καταλαγιάσει ο θόρυβος των εκλογών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα τεθούν στο περιθώριο. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι λογικό στην Αθήνα να συζητούν τι συμφέρει τη χώρα να γίνει στην Τουρκία. Παρότι τα πρόσωπα είναι ένας καίριος παράγοντας των εξελίξεων, το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: Είναι καλύτερα για την Ελλάδα μια φιλοδυτική Τουρκία ή μια Τουρκία που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη Δύση; Σύμφωνα με τη μία –επικρατούσα– ανάλυση είναι κατά πολύ προσφορότερη μια συνθήκη όπου η Ουάσινγκτον διατηρεί μηχανισμούς αποτελεσματικής επιρροής στην Αγκυρα.

Διότι τότε οι Αμερικανοί είναι σε θέση να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά, σε περίπτωση που τα πράγματα φτάσουν στα άκρα. Με βάση την έτερη ανάλυση, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι αυτή που θα αντικαταστήσει την Τουρκία ως ο βασικός πυλώνας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Μπορεί πράγματι ο κόσμος να αλλάζει ραγδαία, αλλά το τελευταίο ακούγεται κάπως φιλόδοξο, αλλά να είναι και σε ένα βαθμό ανιστόρητο.