Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της προηγούμενης εβδομάδας προσέφερε μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες για την οριακή κατάσταση της Ένωσης. Μία βαβέλ αντικρουόμενων συμφερόντων, μία διαρκής πολιτική παραδοξότητα, όπου 27 ηγέτες της διευρυμένης Ένωσης προσπαθούν, τάχα, να συμφωνήσουν για την περαιτέρω διεύρυνση της, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι ένα ακόμη βήμα προς το τέλος του εγχειρήματος. Ομολογουμένως, ξεκίνησε φιλόδοξα εδώ και μερικές δεκαετίες, όμως πλέον καρκικονοβατεί δίχως κατεύθυνση.
Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με πολύ ασφαλείς πληροφορίες, κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην τελευταία αυτή σύνοδο της χρονιάς, είχαν μία αίσθηση ματαιότητας και έλεγαν στους συνεργάτες τους ότι χάνουν άσκοπα τον χρόνο τους.
Το πεδίο της μεγάλης σύγκρουσης ήταν αυτή τη φορά η χρηματοδότηση της Ουκρανίας, με 50 δισ. από τον νέο προϋπολογισμό της Ένωσης και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας. Σε προηγούμενες συνόδους ήταν η ενεργειακή πολιτική, οι τραπεζικοί κανόνες και τόσα άλλα.
Τα χρήματα για την Ουκρανία τα μπλόκαρε ο Βίκτορ Όρμπαν, επειδή διεκδικεί κονδύλια προς τη δική του χώρα, τα οποία η Ένωση έχει μπλοκάρει για λόγους που σχετίζονται με παραβιάσεις των ευρωπαϊκών αρχών δικαίου, κ.λπ., από την κυβέρνηση της Ουγγαρίας. Πήρε 10 δισ. από αυτά και οι ισχυροί της Ένωσης επινόησαν την ευφάνταστη μέθοδο της αποχής του Όρμπαν από το Συμβούλιο, προκειμένου να μην διαταραχθεί η αρχή της ομοφωνίας και να πάρει η Ουκρανία το «OK» για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Ήδη, με αυτά και μόνο βρισκόμαστε στο πεδίο της επικίνδυνης παραδοξότητας. Η Ουκρανία παραμένει ένα πολεμικό πεδίο, ένα μεγάλο μέρος της είναι υπό ρωσική κατοχή και το υπόλοιπο μία ζώνη ισχυρής αμερικανικής επιρροής . Πιθανώς και έτσι να παραμείνουν τα πράγματα. Τι ακριβώς θα σήμαινε μία ένταξή της στην Ένωση; Το θέλουν πράγματι αυτό οι Ευρωπαίοι; Και πού να ανοίξει η κουβέντα για το πόσα από τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις ένταξης πληροί η Ουκρανία. Πιθανώς ούτε ένα. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα από ό,τι φαίνεται.
Τα φανερά παράδοξα έχουν συνέχεια και πιθανώς δεν έχουν τέλος. Την ίδια ώρα που η Ευρώπη, με μπροστάρη, ως συνήθως σε κάτι τέτοια, τη Γερμανία, «χαρτζιλικώνει» τον Όρμπαν για να απέχει από τη σύνοδο, θέλει να ανοίξει την πόρτα όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στη Μολδαβία, και στη Βόρεια Μακεδονία και, φυσικά, στην Αλβανία. Που στην περίπτωσή της όμως, δεν ενοχλεί η παραβίαση των ευρωπαϊκών αρχών και κανόνων δικαίου στην περίπτωση Μπελέρη, όπως ενοχλούν τα αντίστοιχα στην περίπτωση του Όρμπαν. Και οι κατά περίπτωση ευέλικτοι Γερμανοί, θέλουν να μην ισχύσει η αρχή της ομοφωνίας για την ένταξη της Αλβανίας, αλλά η ενισχυμένη πλειοψηφία και να αγνοήσουν τις ενστάσεις της Ελλάδας.
Η αλήθεια είναι μία: Η Ευρώπη των 27 δεν μπορεί να λειτουργήσει με την αρχή της ομοφωνίας. Και να επαναλαμβάνεται κάθε φορά αυτή η κωμικοτραγική διαδικασία, όπου 27 άνθρωποι προσπαθούν να καταλήξουν σε μία συμφωνία για τις διατυπώσεις, τα σημεία στίξης και το συντακτικό ενός κειμένου, το οποίο συνήθως καταλήγει να μην λέει και τίποτα. Υπό αυτούς τους όρους γίνεται αντιληπτό ότι το να συμφωνήσουν σε κάτι ελάχιστο για τη Μέση Ανατολή είναι μάλλον μία προσδοκία στη σφαίρα του ανεκδότου.
Αυτή η συνθήκη θα γίνει προφανώς πολύ χειρότερη στην υποθετική περίπτωση που οι «27» γίνουν «30» ή περισσότεροι.
Όμως για να πάψει να ισχύει αυτή η αρχή χρειάζονται τέτοια βήματα πολιτικής προόδου και ενοποίησης, που σήμερα είναι μάλλον μάταιο να τα συζητεί κανείς και πιθανώς το τρένο να έχει ήδη χαθεί.
Όσο όμως αυτά τα φιλόδοξα και ενδιαφέροντα παραμένουν σε εκκρεμότητα, στο φόντο όλης αυτής της χαριτωμένης πολιτικής ελαφρότητας της Ένωσης, υπάρχει ένα σοβαρό θέμα, υπαρξιακής κρισιμότητας, για το οποίο θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουν και μάλιστα επειγόντως.
Είναι το αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας που θα πρέπει να μορφοποιηθεί και να ισχύσει από τις αρχές του 2024, οπότε και λήγει η περίοδος των εξαιρέσεων από τους δημοσιονομικούς κανόνες λόγω της πανδημίας.
Αν δεν συμφωνήσουν σε κάτι νέο, πιο ευέλικτο και ρεαλιστικό και αν και σε αυτήν την περίπτωση εξακολουθήσουν όλοι να χορεύουν στους μονότονους γερμανικούς ρυθμούς της δημοσιονομικής δυσκαμψίας, η Ένωση μπορεί να αποχαιρετίσει την ελπίδα.