| CreativeProtagon
Απόψεις

Η Ευρωπαϊκή Ενωση και το φάντασμα της Ακροδεξιάς

Οι Ελληνες μάλλον αντιλαμβάνονται κάπως καλύτερα τα πλεονεκτήματα του ανήκειν στην Ευρώπη. Ισως γνωρίζουν το γιατί τελικά προχώρησε η ενοποίηση: για να μη βιώσουμε έναν Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο επί ευρωπαϊκού εδάφους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η χώρα θα παραμείνει ανέγγιχτη εάν στις ευρωκάλπες του Ιουνίου επιβεβαιωθεί η αντιελίτ τάση
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, οι αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωκοινοβουλίου σε κάθε κράτος-μέλος οργανώνουν δημοσιογραφικές αποστολές στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, προκειμένου οι συμμετέχοντες να ενημερωθούν για την κοινοτική πολιτική, αλλά και να συνομιλήσουν με αξιωματούχους της Ενωσης.

Εκτός από την εξαιρετική φιλοξενία των διοργανωτών, ταξιδεύοντας στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης των αποφάσεων, έρχεται κανείς σε επαφή με κάτι πολύ σημαντικότερο: Με τη φούσκα μέσα στην οποία ζουν, σχεδόν αμέριμνοι, αυτοί που σχεδιάζουν και υλοποιούν τις αποφάσεις που αφορούν εκατομμύρια Ευρωπαίους.

Οσο περνούν τα χρόνια, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών αποκτά όλο και περισσότερους αντιπάλους. Δεν είναι μόνο ότι δυσκολεύεται να ακούσει τα πραγματικά, επιμέρους και διαφορετικά μεταξύ τους αιτήματα των εθνικών κοινωνιών – αυτό άλλωστε είναι εκ των πραγμάτων σχεδόν ανέφικτο. Το πρόβλημα είναι ότι οι χειρισμοί των 27 στις αλλεπάλληλες κρίσεις από το 2008 έως και σήμερα προσελήφθησαν από σημαντικό τμήμα των Ευρωπαίων αφενός ως μια διαρκής επιχείρηση προστασίας των συμφερόντων τόσο των εθνικών, όσο κυρίως των υπερεθνικών ελίτ, αφετέρου ως επίθεση στην πολιτιστική ταυτότητα κάθε λαού ξεχωριστά.

Τη λιτότητα του 2010, διαδέχθηκε η προσφυγική κρίση που από το 2015 σοβεί έως και σήμερα. Η πανδημία του κορονοϊού, τα lockdown, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και το ξέσπασμα του πρώτου πληθωριστικού κύματος πλαισιώθηκαν από τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τις αυξήσεις των επιτοκίων και την ακρίβεια που πλήττει ραγδαία τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ακόμα και η πλέον πρόσφατη μικροκρίση, η αγροτική, αποδίδεται στην ΚΑΠ και στην πράσινη μετάβαση.

Αν κανείς αναζητήσει κοινό πολιτικό παρονομαστή στον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των έκτακτων συνθηκών, θα δυσκολευτεί να βρει. Δεν είναι ένα πολιτικό κόμμα, ένας πολιτικός χώρος ή φορέας αυτός που κυβερνά. Αυτή που κατηγορείται συλλήβδην, είναι η αποκαλούμενη «ευρωπαϊκή ελίτ». Είναι αυτοί που «συνωμοτούν πίσω από τις κλειστές πόρτες των μικρών γραφείων τους μέσα στα δαιδαλώδη κτήρια της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου». Είναι το λεγόμενο «σύστημα».

Οσο ρευστή μοιάζει η έννοια του «συστήματος», εξίσου ποικιλόμορφη είναι κι αυτή του «αντισυστημισμού» – όσων δηλαδή τάσσονται μαχητικά εναντίον της ευρωπαϊκής ελίτ. Μπορεί να τοποθετούνται ή να αυτοτοποθετούνται στο ακροδεξιό φάσμα του πολιτικού τόξου, μια τέτοια προσέγγιση όμως φαίνεται να εμπεριέχει περισσότερη ιδεολογία από ό,τι αντέχει η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Ενωση, περίπου 100 ημέρες πριν από τις Ευρωεκλογές, βρίσκεται αντιμέτωπη με το διογκωμένο φάντασμα ενός αντιευρωπαϊκού «αντιελιτισμού». Που θυμίζει σε πολλά την Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Αραγε, πόσο εύκολο είναι να το αντιληφθεί κανείς αυτό ζώντας μέσα στη φούσκα του;

Σε μια κοινή συνέντευξή τους στη γαλλική εφημερίδα Le Monde δύο ειδικοί σύμβουλοι δύο πρώην προέδρων της χώρας, του Νικολά Σαρκοζί και Φρανσουά Ολάντ, συμφώνησαν ότι η Γαλλία «βιώνει τη βαθύτερη κρίση δημοκρατίας από τη δεκαετία του 1930». Πράγματι, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, πλέον με πιο συστημική προβιά, διεκδικεί ευθέως την πρωτιά στις ευρωεκλογές, ενώ η ηγέτις της έχει βάσιμες πιθανότητες να εκλεγεί επόμενη πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη Ιστορία της χώρας, η πλειοψηφία των Γάλλων δεν θεωρεί το κόμμα της Λεπέν ως απειλή.

Στην Ολλανδία, την πλέον –τουλάχιστον έως πρότινος– φιλελεύθερη χώρας της Ευρώπης, το Κόμμα της Ελευθερίας του Γκερντ Βίλντερς αναδείχθηκε πρώτο στις πρόσφατες εκλογές. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο Βέλγιο, όπου ένα περιθωριακό κόμμα της Φλάνδρας, με σημαία την απόσχιση, συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα δημοσκοπικά ποσοστά. Εκρηξη ευρωσκεπτικισμού και στη Γερμανία, όπου η Σάρα Βάγκενκχεντ, πρώην στέλεχος του Die Linke, ιδρύει τη Συμμαχία για τη Λογική και τη Δικαιοσύνη, στοχεύοντας από τα «συντηρητικά» αριστερά στο κοινό του ακροδεξιού AfD.

Στη δε Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι έχει καταφέρει καλύτερα από κάθε άλλον να κανονικοποιήσει το υπερσυντηρητικό αφήγημα. Από το 4% του 2018, τα Αδέλφια της Ιταλίας έφτασαν στο 26%, συγκυβερνώντας με τα απολειφάδια του μπερλουσκονισμού και τον ακροδεξιό Σαλβίνι. Αντίστοιχα είναι τα φαινόμενα και στις χώρες του παλαιού φιλοσοβιετικού μπλοκ. Εκεί, οτιδήποτε διεθνιστικό θυμίζει τον σταλινικό εφιάλτη, ενώ η ροπή προς τα άκρα γίνεται σαφώς με μεγαλύτερες ταχύτητες.

Ποιοι αναμένεται να πληγούν στις ευρωεκλογές από την άνοδο αυτού του ιδιόρρυθμου αντιευρωπαϊσμού; Ολοι όσοι θα μπορούσαν να τσουβαλιαστούν ως «παλαιές πολιτικές δυνάμεις». Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο παρότι επιχειρεί συστηματικά να εγκολπωθεί και να νομιμοποιήσει τα εσωστρεφή αιτήματα των ευρωσκεπτικιστών, χάνει μέσα από τα σπλάχνα του τα πλέον απογοητευμένα παρακλάδια της αμφισβήτησης.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι όσο περνούν τα χρόνια, ξεπερνιούνται όλο και πιο εύκολα από τις εξελίξεις. Αλλά και οι ανομοιογενείς και ευάλωτοι ιδεολογικά Φιλελεύθεροι, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για νέα ευρωομάδα. Ο φόβος είναι εδώ και το βράδυ της 9ης Ιουνίου πολλοί προεξοφλούν ότι θα τρίβουμε τα μάτια μας από το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης.

Τι συμβαίνει, όμως, στην Ελλάδα; Είναι διαφορετική περίπτωση; Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κοινωνία αφομοίωσε με διαφορετικό τρόπο τις αλλεπάλληλες ευρωπαϊκές κρίσεις –με εξαίρεση φυσικά την οικονομική, πρώτη και δυσκολότερη, όταν και το πολιτικό σύστημα έφτασε στα όρια της διάλυσης, με τη Χρυσή Αυγή να αναδεικνύεται τρίτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Αυτό που είναι σήμερα διαφορετικό, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι η επιρροή του προσφυγικού ζητήματος στην ελληνική κοινωνία.

Οι μεταναστευτικές ροές στοχοποιούνται διεθνώς σε πολλαπλά επίπεδα: Ταυτοτικά, διότι «αλλοιώνουν» τον χριστιανικό πολιτισμό και αδυνατούν να αφομοιωθούν. Αλλά και οικονομικά, διότι όπως συμβαίνει συνήθως φθηνά εργατικά χέρια σημαίνει χαμηλότερα μεροκάματα για όλους, γεγονός που πλήττει την εργατική τάξη και γενικότερα τα λαϊκά στρώματα. Δηλαδή, αυτούς που τροφοδοτούν την κάλπη του αντιευρωπαϊσμού.

Στην Ελλάδα, τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει – τουλάχιστον προς το παρόν. Παρ’ όλα αυτά, ό,τι χάσει η Νέα Δημοκρατία στην ευρωκάλπη, από τα δεξιά της θα το χάσει. Είναι η ακρίβεια, είναι η προσήλωση στη δυτική συμμαχία, είναι και ο νόμος για την ισότητα στον γάμο. Εχει, άραγε, ανάγκη ο κόσμος περισσότερη ιδεολογία και πιο βαριά ταυτότητα; Μάλλον όχι. Αυτό, όμως, που έχει ανάγκη είναι η βελτίωση της καθημερινότητάς του.

Η αδυναμία επιβίωσης και η ανασφάλεια για το αύριο είναι λογικό να φέρνουν εσωστρέφεια. Οι Ελληνες, άλλωστε, μάλλον αντιλαμβάνονται κάπως καλύτερα τα πλεονεκτήματα του ανήκειν στην Ευρώπη. Ισως γνωρίζουν το γιατί τελικά προχώρησε η ενοποίηση: για να μη βιώσουμε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο – κι αυτόν επί ευρωπαϊκού εδάφους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η χώρα θα παραμείνει ανέγγιχτη εφόσον στις ευρωκάλπες του Ιουνίου επιβεβαιωθεί η αντιελίτ τάση. Οι επιπτώσεις της δεν θα αργήσουν να φτάσουν στην Αθήνα.