| CreativeProtagon
Απόψεις

Οι δύο φράξιες του ΣΥΡΙΖΑ μαδούν τη μαργαρίτα του ΠΑΣΟΚ

Οι νικητές των εσωκομματικών εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ομνύουν υπέρ μιας στροφής προς το Κέντρο, έχουν ελάχιστη διάδραση με το ΠΑΣΟΚ, όπου είναι ελάχιστα συμπαθείς. Αντίθετα, οι ηττημένοι των εσωκομματικών, θεωρούμενοι ως εκφραστές «αριστερής καθαρότητας», παρακολουθούν –και παρακολουθούνται από– το ΠΑΣΟΚ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πίσω από αυτή την αντίφαση υπάρχει εξήγηση
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Την Κυριακή το βράδυ, η βασική αίσθηση που υπήρχε –πέραν, βέβαια, της κυβερνητικής ήττας– ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ είναι εκ νέου δεύτερο κόμμα στη χώρα. Η αίσθηση ήταν περισσότερο πολιτική παρά αριθμητική. Αριθμητικά συμπεράσματα για τη δύναμη των κομμάτων σε δεύτερο γύρο είναι αδύνατον να βγουν και στον πρώτο γύρο ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έβγαιναν περίπου ίσα βάρκα ίσα νερά (το ΠΑΣΟΚ είχε ίσως ένα ελάχιστο προβάδισμα στις περιφέρειες, αλλά αυτό έχει ξανασυμβεί στα χρόνια της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ).

Αυτό που κατέγραφε καθαρά το ΠΑΣΟΚ, αντίθετα, ήταν η «παράσταση νίκης». Με σχεδόν 100 δημάρχους προερχόμενους από αυτό στη χώρα, και φυσικά με σημαία τον θρίαμβο του Χάρη Δούκα στην Αθήνα, το μήνυμα ήταν ότι η Νέα Δημοκρατία είναι εφικτό να χάσει, αλλά αναγκαία συνθήκη για αυτό είναι να έχει απέναντί της το ΠΑΣΟΚ.

Μπορούν να υπάρξουν διάφορες αναγνώσεις για αυτό το φαινόμενο. Η πρώτη είναι ότι η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ κατέστησε άνευ αντικειμένου το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο αποτέλεσε επί χρόνια το μεγάλο όπλο της ΝΔ. Μια δεύτερη, ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, καθώς απαλλάσσεται από τα τελευταία πρόσωπα που συμβολίζουν το «αμαρτωλό» παρελθόν του, απενοχοποιεί ταχύτατα την ψήφο προς αυτό.

Τελικά, είτε έτσι είτε αλλιώς, το ΠΑΣΟΚ δημιουργεί πλέον πολύ μικρότερες αντισυσπειρώσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αρα, είναι αυτό που έχει τις καλύτερες προοπτικές να αναμετρηθεί με τη ΝΔ. Και αυτό είναι κάτι που θα μετρήσει στις επιλογές των ψηφοφόρων όταν έρθει η ώρα – ή και πριν έρθει. Παραδόξως πώς, αυτή η διαφαινόμενη αλλαγή στους συσχετισμούς δημιούργησε καταρχήν περισσότερες αναταράξεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ παρά σε εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σε σχέση με τους κοινωνικούς συσχετισμούς –όχι τους εσωτερικούς του– εξακολουθεί να κείται μακάριος.

Η σπουδή του Γιώργου Παπανδρέου να κάνει δηλώσεις την Κυριακή πριν μιλήσει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα να αναφερθεί αφηρημένα στην «προοδευτική παράταξη», δεν ήταν, βέβαια, τυχαία. Αντιστοιχεί στην αγωνία μιας σειράς παλαιών και νέων στελεχών ότι η στρατηγική του Νίκου Ανδρουλάκη είναι συντηρητική. Ο τελευταίος επιμένει σε ένα πλάνο που θα φέρει το ΠΑΣΟΚ δεύτερο κόμμα σε βάθος τετραετίας από την εκλογή του – κάτι το οποίο δεν αποκλείεται να πετύχει συντομότερα.

Ομως μια άλλη πραγματικότητα λέει ότι η συρρίκνωση του βασικού ανταγωνιστή του είναι πολύ γρηγορότερη από την πρόοδο του ΠΑΣΟΚ, έτσι ώστε ο γενικός συσχετισμός να καταλήγει να είναι χειρότερος. Στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, οι δεξιοί, κεντροδεξιοί και ακροδεξιοί υποψήφιοι περιφερειάρχες συγκέντρωσαν ποσοστό 60,1%. Ποτέ στη μετεμφυλιακή εκλογική ιστορία η Κεντροαριστερά δεν είχε βρεθεί σε τόσο δυσμενή θέση. Εύλογα κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία στο εσωτερικό της είναι ένα αδειανό πουκάμισο εάν δεν συνοδευτεί από πρωτοβουλίες που μπορούν να την κάνουν να διεκδικεί έστω την κυβέρνηση.

Η συζήτηση αυτή εύλογα ακουμπά και τον ΣΥΡΙΖΑ – ή μάλλον τα διάφορα τμήματά του, ανάμεσα στα οποία η επικοινωνία τείνει προς το μηδέν. Ο καβγάς που ξέσπασε μεσοβδόμαδα ανάμεσα στον Χρήστο Σπίρτζη, που υποστήριξε την κοινή κάθοδο με το ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές, και τον Πάνο Σκουρλέτη, που την αρνήθηκε αγανακτισμένος, πέραν της συνέχισης μιας προσωπικής μεταξύ τους κόντρας, δεν αντικατοπτρίζει διεργασίες αυτής της στιγμής μέσα στα ρεύματα – αμφότεροι λειτουργούν εδώ και κάποιον καιρό ως ελεύθεροι σκοπευτές.

Ενας προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε μια αντίθετη τάση. Οι νικητές των εσωκομματικών εκλογών, την ίδια ώρα που ομνύουν υπέρ μιας στροφής προς το Κέντρο, έχουν ελάχιστη διάδραση με το ΠΑΣΟΚ, στους κόλπους του οποίου είναι επίσης ελάχιστα συμπαθείς. Αντίθετα, οι ηττημένοι των εσωκομματικών, θεωρούμενοι ως εκφραστές κάποιας «αριστερής καθαρότητας» του ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθούν και παρακολουθούνται από το ΠΑΣΟΚ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Πίσω από αυτή τη φαινομενική αντίφαση υπάρχει εξήγηση και αφορά το ερώτημα ποιο μέτωπο θα μπορούσε σχηματιζόμενο να απειλήσει την ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Το γεγονός ότι η πλευρά που κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές αναφέρεται περισσότερο στο Κέντρο δεν αναιρεί ότι συμπεριλαμβάνει πολλά πρόσωπα που από τη σκοπιά του Κέντρου θεωρούνται εντελώς αναξιόπιστα. Επιπλέον, πολλά έχουν να κάνουν με την προσπάθεια κάθε τάσης να τοποθετηθεί στον χώρο στη δεδομένη συγκυρία.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης, διαβλέποντας την πιθανότητα να σκαρφαλώσει το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές, θα ήθελε να μεταθέσει τις οποιεσδήποτε συζητήσεις μετά από αυτές και να τις κάνει με διαφορετικούς συσχετισμούς. Η πλευρά Κασσελάκη οφείλει εκ των πραγμάτων να παρουσιάσει ένα αυτόνομο σχέδιο πριν αρχίσει να συζητά συμπορεύσεις – μην ξεχνάμε ότι δεν έχει ακόμα κλείσει έναν μήνα στην ηγεσία του κόμματος. Ετσι, μένει στην αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ να σκεφτεί με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.

Στην πλευρά της Ομπρέλας τα διλήμματα είναι ξεκάθαρα. Η πίεση για αποχώρηση είναι μεγάλη στη βάση, αλλά και ο φόβος ότι αν αποχωρήσει μόνη της μπορεί να ρευστοποιηθεί, υπαρκτός. Πρέπει να αποφασίσει αν θα φύγει προς τα αριστερά, όπως επιθυμούν τα περισσότερα μέλη της, ή αν θα συνδέσει τη μοίρα της με τον στενό πυρήνα της ομάδας που υποστήριξε την Εφη Αχτσιόγλου στις εσωκομματικές εκλογές (Ηλιόπουλος, Χαρίτσης, Τζανακόπουλος, Αναγνωστοπούλου, Σακελλαρίδης, Ραγκούσης κ.ά.), η οποία δεν φαίνεται να έχει αποφασίσει για το μέλλον της.

Θα αποχωρήσει και αυτή προς τα αριστερά, στοχεύοντας στη συγκρότηση ενός συνεκτικού πολιτικού χώρου που θα αφήνει ελεύθερο έδαφος στο ΠΑΣΟΚ, συμπιέζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη; Θα παραμείνει, προσδοκώντας ότι η νέα ηγεσία θα βρεθεί πολύ σύντομα σε κρίση, όπως εκτιμούν κάποιοι; Ή θα κοιτάξει ευθέως προς το ΠΑΣΟΚ, στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός μετώπου που θα στοχεύει στην κυβέρνηση; Και το τελευταίο ενδεχόμενο πώς θα μπορούσε να συμβεί χωρίς αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του Νίκου Ανδρουλάκη;

Στις τελικές αποφάσεις θα παίξουν ρόλο τρία πράγματα. Το πρώτο είναι η γνώμη του Αλέξη Τσίπρα, που δεν έπαψε να αποτελεί ένα είδος μέντορα για αυτό το ρεύμα. Το δεύτερο είναι η επιβεβαίωση (ή όχι) μέσα στο επόμενο διάστημα της λεγόμενης «επιστροφής στις εργοστασιακές ρυθμίσεις» – δηλαδή της μετατροπής του ΠΑΣΟΚ σε κύριο αντιπολιτευτικό πόλο. Και το τρίτο είναι το θυμικό και η παρόρμηση.

Στην Αριστερά δεν πρέπει ποτέ κανείς να το υποτιμά αυτό: μερικές από τις πιο κρίσιμες ιστορικά αποφάσεις της πάρθηκαν ακριβώς με αυτά τα κριτήρια. Η αναζήτηση απάντησης για το μέλλον αποκλειστικά στον κόσμο της λογικής θα ήταν από αυτή την άποψη ένα μεθοδολογικό λάθος.