Ενα ασφαλές σημάδι ότι η Ελλάδα στρέφεται (όχι επιστρέφει) στην ευρωπαϊκή κανονικότητα είναι το εξής: σχεδόν κάθε κόμμα και κάθε «βαμμένος» σχολιαστής μπορεί εύκολα να βρει ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος που χαϊδεύουν την προδιάθεσή του, αλλά έχουν και κάποιες οδοντωτές άκρες που τη γρατσουνίζουν.
Η Νέα Δημοκρατία και το κατά πολύ ευρύτερό της αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο πανηγύρισαν τη νίκη τους και προπαντός την ήττα του απεχθούς αντιπάλου, αλλά αισθάνθηκαν και κάποια απογοήτευση επειδή η ήττα αυτή δεν σήμαινε τη συντριβή του. Για τον ΣΥΡΙΖΑ απογοήτευση και ικανοποίηση έχουν την αντίστροφη αιτιολογία. Το ΠΑΣΟΚ (λέγε με ΚΙΝΑΛ) ανακουφίσθηκε για το ότι δεν συνθλίφθηκε, αλλά το προβληματίζει η καθήλωσή του σε μονοψήφια ποσοστά. Και όλοι υποδέχθηκαν με αγαλλίαση την κοινοβουλευτική έκλειψη της Χρυσής Αυγής, αλλά με δυσφορία την κοινοβουλευτική ανάδυση κάποιων «ανορθολογικών» κομμάτων. Οσο για το ΚΚΕ, το συμπέρασμά του ήταν μια κασέτα που ακούγεται σταθερά έπειτα από κάθε τέτοια «αστική» διαδικασία: συγκρατήσαμε τις δυνάμεις μας κάτω από αντίξοες συνθήκες και εκβιαστικά διλήμματα, θα πρωτοστατήσουμε στη λαϊκή αντεπίθεση ενάντια στη νέα επιδρομή του κεφαλαίου κ.λπ. Business as usual, δηλαδή.
Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, ένας ακομμάτιστος και κατά το δυνατόν αμερόληπτος παρατηρητής θα είχε λόγους να θεωρήσει το εκλογικό αποτέλεσμα σχεδόν ιδανικό. Η χώρα αποκτά αυτοδύναμη κυβέρνηση, τα σενάρια αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων ή μιας ασταθούς κυβέρνησης μειοψηφίας αποσοβήθηκαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε όπως του άξιζε για τις αθλιότητες της κυβερνητικής τετραετίας του, τις αναχρονιστικές και επικίνδυνες ιδεοληψίες του, την αλαζονεία του, την προκλητική αναδοχή όλων των παλαιοκομματικών μεθόδων που στηλίτευε κάποτε, ωστόσο δεν υπέστη τη «στρατηγική ήττα» που ονειρεύονταν οι πιο εμπαθείς, ιδεολογικά ακραίοι ή απλώς αστόχαστοι εχθροί του.
Ευτυχώς. Το αίτημα της στρατηγικής ήττας ήταν βαθιά αντιδημοκρατικό. Η υλοποίησή του θα είχε οδηγήσει σε ένα de facto μονοκομματικό σύστημα, με μια παντοδύναμη, οσονούπω αποχαλινωμένη Δεξιά και μια σκιώδη αντιπολίτευση χωρίς πραγματική ελεγκτική δύναμη. Το για πολλούς απροσδόκητα υψηλό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ υποδηλώνει ότι πολλοί ψηφοφόροι διέβλεψαν αυτόν τον κίνδυνο και αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να ψηφίσουν ένα κόμμα που κατά τα άλλα τους είχε απογοητεύσει ή και αγανακτήσει.
Επιπλέον, ο κοινωνικός χάρτης των επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι υπάρχουν στρώματα και ηλικιακές ομάδες για τις οποίες η καταστροφή στο Μάτι, το ακαδημαϊκό άσυλο ή το ύφος του Πολάκη μετρούν λιγότερο από ζωτικές ανάγκες και ανησυχίες τους, όσο και αν ευκατάστατοι, καθωσπρέπει αστοί δυσκολεύονται να το κατανοήσουν. Αν προστεθούν σε αυτό πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ που ικανοποίησαν ένα νουνεχές αριστερό ακροατήριο, όπως ο νόμος για την ιθαγένεια ή η Συμφωνία των Πρεσπών, το 31,5 % γίνεται ευεξήγητο. Η πολιτική ευστροφία και ευελιξία του Τσίπρα και οι δηλώσεις του το βράδυ της Κυριακής επιτρέπουν την πρόβλεψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ή το διάδοχο σχήμα του θα ωριμάσει στην αντιπολίτευση, αποβάλλοντας τις πιο καθυστερημένες και στείρες ιδέες του.
Ο νέος δικομματισμός είναι όπως προδιαγράφηκε στις ευρωεκλογές του Μαΐου, για να επισφραγισθεί σε αυτές εδώ. Υπάρχουν δύο ισχυροί πόλοι, όχι όμως τόσο ισχυροί και ακλόνητοι όσο άλλοτε ώστε να δίνουν εφησυχασμένες, αυτάρεσκες κυβερνήσεις. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα μικρό (πλέον) κόμμα που θα μπορούσε να παίξει μελλοντικά τον ρόλο του «μπαλαντέρ», με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα μοντέρνο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (αν και έχω επίγνωση του πόσο οξύμωρος ακούγεται σήμερα αυτός ο χαρακτηρισμός) και δεν θα μείνει ένας πολιτικός οίκος ευγηρίας για πασόκους που νοσταλγούν τη δεκαετία του 1980. Ισως τότε δούμε στο μέλλον, και προσωπικά το εύχομαι, λίγο-πολύ φυσιολογικές κυβερνήσεις συνεργασίας, αντί για τερατώδη υβρίδια όπως αυτό του 2015-19.
Ακόμη και το ΜεΡΑ25 θα μπορούσε να παίξει εποικοδομητικό ρόλο, ως φορέας συνεπούς, σκληρής, όχι όμως αντιευρωπαϊκής κριτικής στο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο της ΕΕ. Αλλά η παρδαλή ετερογένειά του (ακραίοι νεοφιλελεύθεροι αντάμα με σταλινικούς βυζαντινολάγνους), ο νοσηρός ναρκισσισμός του ιδρυτή και επικεφαλής του και η άγαρμπα επιθετική, τύπου 2015 ρητορική με την οποία ο τελευταίος υποδέχθηκε την είσοδό του στη Βουλή δεν επιτρέπουν αισιοδοξία. Υποδεικνύουν μάλλον φιλοδοξία προσωπικής ρεβάνς.
Και η Νέα Δημοκρατία; Είναι αξιοσημείωτο ότι πριν και μετά τις εκλογές πολλοί δεν αναφέρονταν σε αυτήν αλλά στον «Κούλη». Χαρακτηριστικό, αλλά παραπλανητικό. Οσο και αν του πιστώνεται η νίκη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι η ΝΔ και το εκσυγχρονιστικό Μητσοτακέικο ήταν και παραμένει ξένο σώμα μέσα της, πράγμα που στενεύει το περιθώριο κινήσεων του νέου Πρωθυπουργού. Μπορούμε απλώς να ελπίσουμε πως δεν θα το στενέψει τόσο ώστε να δώσουν τον τόνο τα αντιδραστικά στοιχεία του βαθιού κόμματος.