Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ένα μέρος των καλοκαιρινών διακοπών το περνάω στο χωριό μου, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες. Η φράση «πάω χωριό», χωρίς πρόθεση και άρθρο, ή απλά «πάω κάτω» (ή πάνω, ανάλογα με τη θέση του χωριού ως προς την πόλη) για τους ανθρώπους όπως εγώ που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα, δεν αναφέρεται μόνο στον τόπο καταγωγής ως προορισμό διακοπών. Σηματοδοτεί την επιστροφή σε μία εικόνα οικειότητας, ασφάλειας, σε ένα σύνολο εμπειριών και αναμνήσεων, σε μια καθημερινότητα μεστή δυνατοτήτων, σε μία άπλα.
Αυτή είναι η ρομαντική αίσθηση ενός Αθηναίου για την ελληνική επαρχία, αίσθηση επιβράδυνσης του ρυθμού, ηρεμίας και ανατροφοδότησης. Σε ένα μεγάλο βαθμό όμως αυτή είναι στην πραγματικότητα η εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του όταν βρίσκεται εκεί. Η ίδια η επαρχία φαίνεται πολλές φορές να φανερώνει μία βία που είτε εκδηλώνεται με το ένδυμα της τοπικής ιδιαιτερότητας ή παράδοσης είτε αποκαλύπτεται με ζοφερό τρόπο.
Η Σουζάν Ιτον στη Κρήτη, η Ελένη Τοπαλούδη στην Ρόδο, θύματα ειδεχθούς βίας, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης θύμα bullying από συμπατριώτες του Κρητικούς, είναι περιπτώσεις που απασχόλησαν πρόσφατα ή και απασχολούν ακόμα την επικαιρότητα και τη Δικαιοσύνη. Σε καμία περίπτωση οι θύτες των εγκλημάτων δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα των κατοίκων της επαρχίας, ούτε βέβαια παρόμοια εγκλήματα απουσιάζουν από τα αστικά κέντρα. Πιστεύω όμως, πως αποτελούν ακραία εκδήλωση ενός συχνού προτύπου στην επαρχία. Αυτού που, επειδή μπορεί, θεωρεί τον εαυτό του κυρίαρχο του περιβάλλοντός του, αγνοεί επιδεικτικά τους κανόνες, επιβάλλεται στους πιο αδύναμους.
Η βίαιη πράξη δεν προσδιορίζεται από την ύπαρξη στόχου. Βία είναι η δολοφονική στη κυριολεξία οδήγηση στους επαρχιακούς δρόμους. Οι μπαλωθιές στους κρητικούς γάμους και οι πασχαλινοί πυροβολισμοί στον αέρα ή οι καλαματιανοί σαϊτοπόλεμοι και οι χιώτικοι ρουκετοπόλεμοι (δύο θύματα το φετινό Πάσχα, από αδέσποτη σφαίρα στη Θήβα και από σαΐτα στη Καλαμάτα). Η κακοποίηση των ζώων, συχνά και των ανθρώπων που τα υπερασπίζονται (όπως συνέβη στη Σαντορίνη πριν λίγες ημέρες με τους ιδιοκτήτες των γαϊδουριών να μαστιγώνουν έναν ακτιβιστή που κατέγραφε τη συμπεριφορά τους προς τα ζώα). Συμπεριφορές που υπερβαίνουν την απλή έλλειψη σεβασμού προς τον συνάνθρωπο και υποδηλώνουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, βίαια ένστικτα.
Και πάλι οι συμπεριφορές αυτές δεν αφορούν την πλειοψηφία των κατοίκων της επαρχίας. Γίνονται ανεκτές όμως από αυτήν, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξουν θύματα. Οι κατηγορούμενοι για τις παραπάνω περιπτώσεις των βίαιων θανάτων στη Ρόδο και στην Κρήτη ήταν άνθρωποι που εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως είχαν υπάρξει και στο παρελθόν θύτες ή είχαν εκδηλώσει τα βίαια τους ένστικτα, οπότε η κατάληξη δεν προκάλεσε έκπληξη. Η δήλωση στις κάμερες «δεν είχε δώσει δικαιώματα» ακούγεται συνήθως σε εγκλήματα στην Αθήνα. Αντίθετα, το μέγεθος των επαρχιακών κοινοτήτων αποκλείει την άγνοια για τέτοιες συμπεριφορές. Το μέγεθος επίσης θα ευνοούσε την αποτελεσματικότητα της έμπρακτης απόρριψής της βίας από την πλειοψηφία των κατοίκων και θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για αντίστοιχες περιπτώσεις, αν δεν επικρατούσε μία κακώς εννοούμενη αλληλεγγύη στον πατριώτη ή την οικογένεια του, ή ίσως και ο φόβος.
Το πρόσφατο γεγονός στη Κρήτη φαίνεται να πυροδοτεί μία συζήτηση στο συγκεκριμένο νησί, τόσο για την ανοχή στην παραβατικότητα γενικά, όσο και για τη συμπεριφορά προς τις γυναίκες ειδικότερα. Τέτοιες συζητήσεις είναι απαραίτητες και ελπιδοφόρες, ειδικά αν ξεκινούν από τις ίδιες τις κοινότητες. Νομίζω πως η θεσμική υποστήριξή τους, πάλι στο πλαίσιο τοπικής αυτοδιοίκησης και φορέων, θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη συλλογική αυτοκριτική. Η αλληλεγγύη μεταξύ πατριωτών στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μέσα από την άμυνα σε εξωτερικές απειλές. Θα ισχυροποιηθεί περισσότερο με την παραδοχή και την αντιμετώπιση των εσωτερικών απειλών.