Ηταν αυτονόητη η πλήρης συμπαράταξη της Ελλάδας με την Ουκρανία όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 2022 ξεκίνησε η ρωσική εισβολή; Ηταν μια εύκολη απόφαση, που είχε ληφθεί μήνες πριν από την «ειδική επιχείρηση» του Πούτιν; Εναν χρόνο μετά –κι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση στα πολλαπλά μέτωπα (πολεμικά και άλλα)– οι θετικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα μπορεί πλέον να φαντάζουν σχετικά εύλογες. Αρχικά, όμως, ούτε εύλογες ούτε αυτονόητες, ούτε εύκολες ήταν. Ενδεχομένως να μην ήταν καν πλειοψηφικές.
Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, τα ερωτήματα και κατ’ επέκταση η αμφισβήτηση των επιλογών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κυριαρχούσαν στον δημόσιο διάλογο. «Γιατί να ανακατευτούμε σε έναν πόλεμο των μεγάλων, ο οποίος διεξάγεται δι’ αντιπροσώπων; Σε έναν πόλεμο εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά μας; Σε έναν πόλεμο που έτσι κι αλλιώς θα τελειώσει σύντομα με βέβαιο νικητή τη Ρωσία; Σε έναν πόλεμο που στο κάτω κάτω της γραφής δεν τον προκάλεσαν οι Ρώσοι, αλλά τον μεθόδευσαν σταδιακά οι Αμερικανοί»; Ερωτήματα και αμφισβητήσεις, που αν αναπλαισιωθούν με παρελθοντικούς όρους, θυμίζουν έντονα τα διλήμματα που οδήγησαν τους Ελληνες, εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον Εθνικό Διχασμό.
Η Ελλάδα δεν έχει μόνο ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Μάλιστα, οι ιστορικοί δεσμοί θα έλεγε πλέον κανείς με άνεση ότι καλλιεργήθηκαν γύρω από έναν μύθο. Αυτόν του «ξανθού γένους» που θα απελευθέρωνε τους Ελληνες από τον οθωμανικό ζυγό. Αραγε έγινε η επέτειος των 200 ετών από το 1821 αφορμή για να θυμηθούμε ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία στάθηκε απέναντι από την Ελληνική Επανάσταση και μόνο όταν οι Βρετανοί είδαν ευκαιρίες στο Αιγαίο, τότε έστερξε και ο τσάρος; Η Ελλάδα, όμως, έχει ισχυρούς θρησκευτικούς, οικονομικούς και –μέχρι πρότινος– ισχυρούς διπλωματικούς δεσμούς με τη Ρωσία.
Αντιθέτως, οι σχέσεις με την Ουκρανία δεν ήταν καλές. Το αντίθετο μάλιστα. Εδώ και χρόνια το Κίεβο βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με την Αγκυρα. Το 2020 το διμερές εμπόριο των δύο έφτανε τα 5,5 δισ. λίρες. Οι πολεμικές βιομηχανίες Ουκρανίας και Τουρκίας ανταλλάσσουν όπλα και τεχνολογία –σε τέτοιο βαθμό που οι μεν Τούρκοι παρακάμπτουν τις αμερικανικές κυρώσεις για τους S-400, οι δε Ουκρανοί ρημάζουν με τα Bayraktar δεκάδες ρωσικά άρματα. Ηταν τόσο κοντά οι δύο, που η Ουκρανία, παρότι κράτος συνδεόμενο με την ΕΕ, δεν υιοθετούσε τα κείμενα των Βρυξελλών που καταδίκαζαν τις τουρκικές παρανομίες στην Κύπρο.
Οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων της Βόρειας Ελλάδας πλήρωσαν με το παραπάνω τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Μόσχας για την προσάρτηση της Κριμαίας. Το οικονομικό κόστος βέβαια του 2022-23 δεν συγκρίνεται με αυτό του 2014. Ούτε για τους Ελληνες ούτε για τους Ευρωπαίους. Απλώς στην Ελλάδα, ειδικά σε Μακεδονία και Θράκη, υπάρχουν επιπλέον ευαισθησίες. Είναι εκεί που το φιλο-ρωσικό αυτοκρατορικό όραμα, με τη βυζαντινή χρυσόσκονη να διακοσμεί το ομόδοξο των δύο λαών, βρίσκει ευκολότερα λαϊκή βάση προς ανάπτυξη.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτά. Οι αμφισβητίες της στάσης που τήρησε η Ελλάδα στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο προέρχονται μέσα από ένα ετερόκλητο πλάσμα. Είναι οι μεγαλωμένοι μέσα σε έναν εύπεπτο αντιδυτικισμό, ο οποίος έχει βαθιές ρίζες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα – και αναπτύχθηκε με ορμή στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Είναι αυτοί που παραμένουν προσκολλημένοι στην παλαιοκομμουνιστική Αριστερά και που υπηρετώντας μια βαθιά αντινομία βρίσκουν αντιστοιχίες ανάμεσα στο σοβιετικό πρότυπό τους και την πουτινική Ρωσία. Αλήθεια ποιες να είναι αυτές;
Είναι και οι κατά συνείδηση «αντι-νατοϊκοί», που αδυνατούσαν- και αδυνατούν ακόμα- να διακρίνουν τη συστηματική αναθεωρητική στρατηγική της Ρωσίας. Δεν είδαν τη Γεωργία, δεν είδαν την Κριμαία, δεν είδαν τη Συρία, δεν είδαν τη Λιβύη. Και ούτε τώρα βλέπουν κάτι. Γι’ αυτούς, γι’ όλα φταίνε οι Αμερικάνοι.
«Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» ήταν το μότο του Τσίπρα -αντιγράφοντας τον Ανδρέα- στην προ ημερησίας συζήτηση για την Ουκρανία που έγινε πέρυσι τον Μάρτιο στη Βουλή. «Ο Καραμανλής έλεγε “ανήκομεν εις την Δύσιν”, είμαστε και εμείς Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία, και τη διεθνή νομιμότητα», είχε πει πρώτα ο Μητσοτάκης. «Εμείς δεν θα πούμε ότι είμαστε Δύση. Εμείς θα πούμε ότι είμαστε και Ανατολή και Δύση και Βορράς και Νότος. Εμείς είμαστε η κοιτίδα του πολιτισμού», ήταν η ανταπάντηση του Τσίπρα. Στις αποστροφές του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμπεριέχονται, δυστυχώς, όλα όσα περιγράφονται άνωθεν.
«Είμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», είναι έκτοτε η φράση-απαύγασμα όσων θεωρούν ότι η Ελλάδα έπραξε σωστά στηρίζοντας εν συνόλω τις αποφάσεις της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της Ουάσινγκτον αλλά στέλνοντας και όπλα στην Ουκρανία. «Κάνατε την Ελλάδα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης», είναι η θέση αυτών που ζητούσαν μια στάση σχεδόν ουδέτερη. Ναι, να καταδικάσουμε την εισβολή, αλλά από πού κι ως πού να συμμετέχουμε ενεργά και «θετικά» στον πόλεμο; Αυτό αναρωτιόταν εκείνη την ημέρα ο Τσίπρας.
Είναι πολλοί αυτοί που ακόμα και σήμερα συντάσσονται με αυτήν την άποψη. Την οποία όμως πλαισιώνουν με μια δόση έντονου πατριωτισμού, λέγοντας ότι τα όπλα που έδωσε η κυβέρνηση τα στέρησε από την άμυνα των νησιών και του Εβρου. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου συγκλίνουν οι αμφισβητίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο ρωσο-ουκρανικό, ερχόμενοι τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά.
Τρέχουν οι γραμμές κι αντιλαμβάνεται κανείς ότι τελικά η επιλογή δεν ήταν τόσο αυτονόητη. Λίγο ο εφιάλτης του ενεργειακού κόστους, λίγο οι άτσαλες επιλογές των κυρώσεων, κυρίως ως προς τη μαζικότητα και την ταχύτητα επιβολής τους, λίγο τα χρήματα που βγάζουν οι Αμερικανοί πουλώντας αφειδώς LNG, ήρθε κι έδεσε το «αφήγημα»: Η Ελλάδα έπρεπε να επιλέξει την ουδετερότητα. Ο,τι έλεγαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι συν αυτώ το 1915. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πράγματι η επιλογή ίσως δεν έχαιρε καν πλειοψηφίας. Ακολουθήθηκε, όμως, μέχρι σήμερα.
Κάποια στιγμή ήρθε και η σύγκριση με την Τουρκία. Μα δεν βλέπετε τι καλά που τα χειρίζεται ο Ερντογάν, επιδεικνύοντας παλιές οθωμανικές διπλωματικές δεξιότητες; Τι σχέση, όμως, έχουμε εμείς με την Τουρκία; Είμαστε ένα κράτος-ταραξίας ή επιδιώκουμε να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που πρέπει να διέπεται από κανόνες; Πέραν των προφανών απαντήσεων, για την Ελλάδα η σύμπραξη με τη Δύση είναι στρατηγική επιλογή – μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλίσει το μέγιστο για τα συμφέροντά της. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα.
Θα ήταν αδύνατον για τη χώρα να μη βοηθήσει το θύμα ενός αναθεωρητικού αφηγήματος εν έτει 2022. Θα ήταν σαν να πυροβολεί τα πόδια της. Η Τουρκία βλέπει ευκαιρίες στον πόλεμο, η Ελλάδα αναζητεί πιθανούς συμμάχους μέσα από τον πόλεμο. Θα έρθει κανείς να βοηθήσει την Ελλάδα αν δεχτεί εισβολή από την Τουρκία; Είναι η κόντρα ερώτηση. Πρώτον, ναι, θα έρθει, δεύτερον, δεν είναι ορθό να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Κανείς δεν πρόκειται να επιχειρεί επί χρόνια να καταλάβει την Ελλάδα. Μια αντιπαράθεση με την Τουρκία θα έχει παντελώς διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά.
Υπάρχει φυσικά και ένα ηθικό ζήτημα. Η Κύπρος, ευρωπαϊκό έδαφος, παραμένει ακόμα κατεχόμενη. Θα ήταν ποτέ δυνατόν η Ελλάδα να κάνει τα στραβά μάτια εναντίον ενός κατακτητή; Και ας επικαλείται αυτός «ειδικές» ή «ειρηνευτικές» επιχειρήσεις.
Μαζί με την Ευρώπη, μέσα από αυτόν τον πόλεμο ενηλικιώθηκε και η Ελλάδα. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία της – ήταν όμως η πρώτη στον 21ο αιώνα. Εμαθαν οι Ελληνες ότι οι ιστορικές επιλογές υποκρύπτουν κόστος – πολλές φορές βαρύ κόστος. Και δεν μιλάμε για πολιτικό κόστος. Αυτό θα το πληρώσει η κυβέρνηση. Οι επιλογές της όμως δεν θα κριθούν από το αποτέλεσμα μιας κάλπης. Καθ’ ότι διαχρονικές, θα κριθούν από την ίδια την Ιστορία.