| CreativeProtagon
Απόψεις

Η Εκκλησία ως εχθρός του πολιτεύματος

Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδας δεν πολεμάει την κυβέρνηση. Πολεμάει το πολίτευμα. Δεν την ενοχλεί ο ίδιος ο Μητσοτάκης –αν της έκανε τα χατίρια δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Την ενοχλεί η δημοκρατία. Την ενοχλεί η ελευθερία της επιλογής. Αυτό είναι το οντολογικό της πρόβλημα
Μαρία Δεδούση

«Οσοι πολέμησαν ή αμφισβήτησαν την Εκκλησία περιήλθαν στην αφάνεια, όμως η Εκκλησία ως θεσμός παραμένει και θα παραμείνει στους αιώνες», είπε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος πριν από λίγες ημέρες, δήλωση που, εκτός από κάπως απειλητική, είναι και εντελώς αποκομμένη από την πραγματικότητα: ως θεσμός μπορεί να παραμείνει όσο θέλει και όσο μπορεί η Εκκλησία, δεν της το απαγορεύει κανείς, ούτε και την πολεμάει.

Η ίδια είναι που πολεμάει λυσσαλέα το σύστημα που της επιτρέπει να παραμένει ως θεσμός, τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Διότι η Εκκλησία, στην πραγματικότητα, δεν θέλει να «παραμείνει» ως θεσμός. Θέλει να επικρατεί και να επιβάλλει ετσιθελικά τις απόψεις της ως θεσμός. Κάτι που ούτως ή άλλως δεν συμβαδίζει με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, ένας μεσσιανικός θεσμός που λέει ότι κατέχει τις απόλυτες και αδιάσειστες αλήθειες επί παντός, να είναι φιλελεύθερος και δημοκρατικός;

Είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα αυτά τα δύο.

Ξεχνάει, βέβαια, η Εκκλησία τι συνέβη κάθε φορά που ιστορικά επικράτησε ο ολοκληρωτισμός και πώς το πλήρωσε η ίδια. Ετσι είναι οι ολοκληρωτισμοί, μπορεί να υπάρχει μόνο ένας, δεν χωράει δεύτερος.

Η Εκκλησία ποτέ της δεν αγαπούσε τις δημοκρατίες κι αυτά τα πολύ φιλελεύθερα, διότι οι δημοκρατία βασίζεται στη βούληση του λαού, την πολυφωνία και την ανοιχτή κοινωνία. Δεν τα καταλαβαίνει η Εκκλησία όλα αυτά, της είναι ξένες έννοιες. Δεν είναι καθόλου παράξενο, λοιπόν, που ο θρησκευτικός σκοταδισμός και η Ακροδεξιά πάνε χέρι χέρι.

Μισαλλοδοξία, άρνηση της κοινωνικής προόδου, δυσπιστία έως αντίσταση στην επιστήμη, εθνικισμός, ακραίος δογματισμός, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τους είναι κοινά.

Η Εκκλησία της Ελλάδος φαίνεται ότι αποφάσισε να πάει σε ανοιχτό πόλεμο με την κυβέρνηση. Τίποτε δεν την εξόργισε και απείλησε τόσο στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, όσο το νομοσχέδιο για τον γάμο μεταξύ των ανθρώπων του ιδίου φύλου. Εχω διαβάσει άπειρες απόψεις επί του θέματος –από την πλευρά της Εκκλησίας εννοώ– και δεν έχω καταλάβει γιατί. Είναι, λέει, «οντολογικό» το θέμα. Εστω. Δικό της θέμα, δεν την υποχρεώνει κανείς να παντρεύει τους ομοφυλόφιλους η ίδια αν δεν θέλει. Κανείς δεν την υποχρεώνει να κάνει οτιδήποτε. Εκείνη θέλει να μας υπαγορεύει τι να κάνουμε και, κυρίως, τι να μην κάνουμε.

Ο δογματισμός κάθε είδους βασίζεται στις απαγορεύσεις· ακόμη και οι προτροπές του έχουν αρνητικό χαρακτήρα: Να ζεις ενάρετα σημαίνει να μην κάνεις αμαρτίες, να υπακούς σε μια σειρά από «μην». Κι αυτό είναι επίσης βασικό χαρακτηριστικό και της Ακροδεξιάς, που οι πολιτικές της είναι βασικά αρνητικές: όχι στους ξένους, όχι στο ένα και όχι στο άλλο.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδας δεν πολεμάει την κυβέρνηση. Πολεμάει το πολίτευμα. Δεν την ενοχλεί ο ίδιος ο Μητσοτάκης, αν της έκανε τα χατίρια δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Την ενοχλεί η δημοκρατία. Την ενοχλεί η ελευθερία της επιλογής. Αυτό είναι το οντολογικό της πρόβλημα και ορθώς είναι. Οταν έχεις περιέλθει σε πλήρη αδυναμία να φέρεις τους πιστούς οικειοθελώς κοντά σου, αναγκάζεσαι να τους κρατήσεις με το ζόρι. Και να καθιστάς εκβιαστικά την πολιτεία συνεργό σου σε αυτό.

Η πολιτεία δεν θέλει να είναι πλέον συνεργός. Εδώ και καιρό δεν θέλει και αναζητά διέξοδο κινδύνου από αυτήν τη σχέση. Δεν είναι απλό, διότι –ακόμη– έχει πολιτικό κόστος. Ενα κόστος που μικραίνει σταδιακά, γίνεται όλο και πιο διαχειρίσιμο, αυτό κατέδειξε και η ιστορία με το νομοσχέδιο. Ναι, η Νέα Δημοκρατία έχασε ένα ποσοστό προς τα ακροδεξιά, αλλά ήταν σχετικά μικρό. Το αντέχει, είναι νωρίς στην τετραετία. Και οι δικοί της διαφωνούντες έκατσαν επί του παρόντος στ’ αυγά τους, δεν έχουν τη δυναμική να αποσπαστούν.

Ισως όλα αυτά που κάνει τις τελευταίες ημέρες η Εκκλησία να είναι ακριβώς η έξοδος κινδύνου που αναζητά η πολιτεία. Παρά το έρεισμα που έχει ακόμη σε μερίδα του κόσμου, φαίνεται ότι δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να το εκμεταλλευτεί. Αν μπορούσε, θα έβγαζε τον κόσμο στους δρόμους, δεν θα έκανε σπασμωδικές κινήσεις, αποκλείοντας τους πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες από τις εκδηλώσεις της.

Θέλει να παίξει το τελευταίο της χαρτί: το πολιτικό. Αν δεν συμμορφωθείς, θα στείλω τους πιστούς μου στους διάφορους Βελόπουλους, λέει. Ας τους στείλει, στο καλό να πάνε.

Η άνοδος της Ακροδεξιάς είναι υπαρκτός κίνδυνος και τον ξέρουμε πολύ πριν μας τον υπενθυμίσει το ιερατείο. Και δεν περιορίζεται αυτή η άνοδος με συμβιβασμούς σε όσα θέλει η Ακροδεξιά. Και αυτό το ξέρουμε. Περιορίζεται με διαφύλαξη της δημοκρατίας.

Εάν, λοιπόν, η Εκκλησία θέλει να ταυτιστεί απόλυτα και επίσημα πλέον με την Ακροδεξιά, πάρα πολύ ωραία, χρήσιμο είναι να ξέρουμε ποιος είναι ποιος και τι κάνει. Αυτό που θα πετύχει είναι να περιθωριοποιηθεί από τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου, που ακόμη –ευτυχώς– δείχνει να θέλει να είμαστε μια δημοκρατική κοινωνία. Η περιθωριοποίηση είναι το τούνελ που οδηγεί στην έξοδο κινδύνου: τον διαχωρισμό. Να καθίσουν όλοι αυτοί, ιεράρχες και ακροδεξιοί, εκεί στο 10%-15% να κουβεντιάζουν μεταξύ τους θυμωμένα που παντρεύονται οι γκέι και καταστρέφεται ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός μας.

Κι εμείς να προχωρήσουμε με τη ζωή μας.