Η ερώτηση προς τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στο πάνελ ήταν απλή και σαφής, έστω και ελαφρά διστακτική λόγω του γενικευμένου κλίματος καταδίκης της κυβέρνησης που έχει ενσκήψει στα κανάλια. «Οι δημοσκοπήσεις πάντως δεν δικαιώνουν τις καταγγελίες σας, ούτε επιβεβαιώνουν την εικόνα που δίνετε για την κυβέρνηση ως αυταρχική και καθεστωτική». Η απάντηση του στελέχους ήταν σχεδόν μονολεκτική και εξόχως αφοπλιστική: «Ούτε οι ίδιοι δεν τις πιστεύουν τις δημοσκοπήσεις τους. Πάμε παρακάτω».
Η επόμενη ερώτηση προς τον εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ στο ίδιο πάνελ ήταν εξ ίσου σαφής. «Γιατί καταγγέλλετε την απαγόρευση του δικαιώματος ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ σε κάποιον που η ΕΥΠ του παρακολούθησε το τηλέφωνο, την στιγμή που την τροπολογία αυτή την ψηφίσατε και εσείς στην Βουλή;». Η απάντηση του ετέρου στελέχους ήταν μια οργίλη μπαλιά στην εξέδρα: «Δηλαδή, εμ μας παρακολουθούσαν, εμ θα βγούμε και κατηγορούμενοι τώρα; Κάναμε λάθος που ψηφίσαμε. Πάμε παρακάτω».
Ο διπλός ορισμός της μονοκοντυλιάς. Ο ένας διαγράφει συλλήβδην τις δημοσκοπήσεις ως προϊόν εξαγοράς και παραχάραξης, ο άλλος εξαφανίζει μια υπερψήφιση ενός νομοθετήματος από το κόμμα του, λες και αμφότερα αποτελούν αμελητέες σταγόνες που έπεσαν από την ουρά του γαϊδάρου μέσα στα βρώμικα άχυρα του στάβλου. Και μετά ταύτα, δύσθυμοι που δέχονται τέτοιες προβοκατόρικες ερωτήσεις, αναφωνούν από κοινού ένα ανυπόμονο «πάμε παρακάτω».
Το οποίο «παρακάτω» είναι η συζήτηση πάνω στην δική τους ατζέντα και μόνο. Δηλαδή την «αυταρχική κυβέρνηση», την «Μητσοτάκης ΑΕ», την «καθεστωτική επιβολή», την «συνταγματική εκτροπή» και όλα τα παρόμοια. Καμιά πρωθυπουργική συγνώμη δεν τους ικανοποιεί, καμιά επιτροπή διερεύνησης δεν τους αρκεί, καμιά διαδικασία ελέγχου δεν τους φτάνει, καμιά θεσμική παρέμβαση δεν τους χαροποιεί. Ο,τι κι αν πει ή κάνει η κυβέρνηση είναι υποκριτικά, παρελκυστικά, καταδικαστέα. Το μόνο που θα αποδέχονταν θα ήταν να εξαφανιστεί από προσώπου γης ο Μητσοτάκης, όλα τα άλλα είναι λειψά και απαράδεκτα.
Ενώ ένα δικό τους «δεν πιστεύουμε τις δημοσκοπήσεις» και ένα «κάναμε λάθος που ψηφίσαμε» φτάνει και περισσεύει. Δεν χρήζει περισσότερης διερεύνησης, δεν αποτελεί θέμα συζήτησης. Ο κατήγορος είναι εσαεί κατήγορος, ο κατηγορούμενος δεν έχει γλυτωμό. Αν η πραγματικότητα αντιστρατεύεται τις πεποιθήσεις του κατηγόρου τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα, αν ο κατηγορούμενος δηλώσει μεταμέλεια και πρόθεση επιδιόρθωσης των κακώς κειμένων, απλώς επιβεβαιώνει την ενοχή του και μεγιστοποιεί την ανάγκη για τιμωρία του.
Από ένα σημείο και πέρα, ζούμε το θέατρο του παραλόγου. Η (σωστή) απόπειρα να καταπολεμηθεί μια κατσαρίδα που εμφανίστηκε στην κουζίνα μας, έμπασε στο δωμάτιο είκοσι απολυμαντές που ψεκάζουν παντού και δηλητηριάζουν όλο το σπίτι. Αλλά για να είμαι ακριβοδίκαιος, το θέατρο του παραλόγου επεκτάθηκε σε όλο το μήκος και το πλάτος του πολιτικού σκηνικού. Διότι στο ίδιο πάνελ, όταν ο τρίτος της παρέας (ο κυβερνητικός) ερωτάται «γιατί τα ‘βαλε ο Καραμανλής με τον Μητσοτάκη;» εκείνος απάντησε «μα τι λέτε τώρα, αφού αυτοί οι δυο ακριβώς τα ίδια λένε».