Μετά την παρουσία Μητσοτάκη στην ΔΕΘ και τις εξαγγελίες του, με την παράλληλη φθινοπωρινή επιβεβαίωση των δημοσκοπήσεων ότι η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στις δέκα περίπου μονάδες, το σκηνικό στην Κουμουνδούρου διαμορφώνεται μάλλον ζοφερό. Αρκεί μια ειλικρινής συζήτηση με κάποιο σοβαρό στέλεχος της αντιπολίτευσης (όχι με κανέναν φανατικό που μετατρέπει τις επιθυμίες του σε δήθεν πραγματικότητα) για να αντιληφθεί κανείς ότι τα αποθέματα σθένους που διαθέτουν αρχίζουν να λιγοστεύουν επικίνδυνα.
Πρώτον, η αντοχή της λαϊκής αποδοχής του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης του, δεν παύει να τους εκπλήσσει. Αυτό που βιώνουν δεν ταιριάζει με κανένα από τα θεωρητικά τους μοντέλα. Με βάση τα όσα ξέρουν και πιστεύουν, η κυβέρνηση θα ‘πρεπε να είναι ήδη πέντε δημοσκοπικές μονάδες πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν συμβαίνει και δεν μπορούν να το εξηγήσουν.
Δεύτερον, ο χρόνος αρχίζει πια να τους αγχώνει. Αν περάσει και ο φετινός χειμώνας με την διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να κινείται σ’ ένα εύρος 8-12 μονάδων, τότε το παιχνίδι στα μάτια τους μοιάζει οριστικά χαμένο. Διότι κανένας τους δεν πιστεύει ότι ο Κυριάκος θα κάνει εκλογές στο τέλος της τετραετίας, όλοι τους θεωρούν ότι την άνοιξη ή το φθινόπωρο του 2022 θα στηθούν κάλπες. Αν λοιπόν μπουν σε προεκλογική περίοδο με 10 μονάδες διαφορά, ξέρουν ότι δεν έχουν ελπίδα να την ανατρέψουν σε λίγους μήνες.
Τρίτον, αδυνατούν να κατανοήσουν πώς διάβολο μια κυβέρνηση της Δεξιάς (είτε με την μορφή της νεοφιλελεύθερης, είτε της ακροδεξιάς, όπως την βλέπουν αυτοί) ανοίγει διαρκώς το πουγκί και δίνει χρήμα στον κόσμο. Αυτό κι αν δεν ταιριάζει με τα θεωρητικά τους μοντέλα και τα πολιτικά τους στερεότυπα. Διότι ανεξαρτήτως του τι λένε στις ανακοινώσεις τους, ξέρουν ότι ο Κυριάκος διαρκώς μοιράζει λεφτά. Και ξέρουν ότι το ξέρουν και οι πολίτες.
Τέταρτον, επειδή όλο αυτό δεν μπορούν να το εξηγήσουν, αρχίζουν να νιώθουν μειονεκτικά με την εξής έννοια: ο Μητσοτάκης επιχειρεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή διακυβέρνηση, «ανασύσταση του αστικού χώρου» το ονομάζουν, αλλά η Αριστερά αδυνατεί να απαντήσει με κάτι αντιστοίχως μεγάλο. Η πρόταση της πάσχει συνολικά κι αυτό είναι τραυματικό για έναν χώρο που λειτουργεί με μοντέλα και τσιτάτα. Στην πραγματικότητα νιώθουν ότι προς το παρόν τα βάζουν με κάτι αντικειμενικά μεγαλύτερο από τις δικές τους δυνάμεις.
Πέμπτον, δεν παύουν βέβαια να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε κάποιο μεγάλο και απρόσμενο ατύχημα που θα φέρει τούμπα τα πολιτικά μας πράγματα και θα τους βγάλει στον αφρό, αλλά κι αυτή η ελπίδα τους ταλαιπωρεί. Διότι έχουν ήδη αποκτήσει εδραία συνείδηση ότι αυτή η τούμπα δεν πρόκειται να προέλθει από τον δικό τους σχεδιασμό και την προγραμματισμένη δράση τους. Η πεποίθηση αυτή ενσταλάζει ασυνείδητα εντός τους την αίσθηση της ματαιότητας. Ό,τι γίνει, ακόμα κι αυτό που θεωρητικά θα τους ευνοήσει, θα γίνει ερήμην τους. Τι νόημα έχει, το λοιπόν, να ψάχνουν; Το μόνο που χρειάζονται είναι να παραμονεύουν κι αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί.
Εκτον, η σιγουριά τους ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου πάνε σε νέα ήττα, τους τρομάζει. Όχι για τους λόγους που φαντάζεστε. Αυτό που τους τρομοκρατεί είναι ότι την επομένη μιας νέας αυτοδύναμης κυβέρνησης Μητσοτάκη, θα είναι αναγκασμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και με το ουσιώδες θέμα της ηγεσίας τους. Δεν ξέρετε τι τρόμο νιώθει η Συριζαϊκή γενιά του 2008-2019 στην ιδέα ότι μπορεί να βρεθεί χωρίς Τσίπρα στο τιμόνι της. Γι αυτούς ο Τσίπρας είναι ο ιδρυτής-μεσίας τους, δίχως αυτόν νιώθουν ορφανοί. Με μια αντίφαση να διαπερνά τον φόβο τους. Χωρίς αυτόν φοβούνται και με αυτόν δεν ελπίζουν. Ο ορισμός της ηττοπάθειας.