Απόψεις

Η εμπορευματοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης

Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τους πραγματικούς κινδύνους που προκύπτουν από την κατάχρηση της ΤΝ για διάφορους σκοπούς. Γιατί πόσο λογικό είναι να βρίσκεται μια ακατανίκητη τεχνολογία στα χέρια λίγων επιχειρηματιών, εκτός κοινωνικού ελέγχου, όταν και οι ίδιοι παραδέχονται ότι ο μετριασμός των κινδύνων που προκαλεί η ΤΝ θα έπρεπε να αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα;
Αννα Αθανασιάδου

Με ένα «ευχαριστώ» ολοκληρώνει συνήθως ένας χρήστης του ChatGPT τη συνομιλία μαζί του. Τα όρια ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή προσωρινά ελαχιστοποιούνται. Το συζητητικό ρομπότ ανταποκρίνεται στην ευχαριστία όπως ένας ευγενικός και πάντα διαθέσιμος συνομιλητής. Οι χρήστες έχουν την εντύπωση ότι συνδιαλέγονται με έναν  πολυμαθή αλλά και μετριόφρονα συνάνθρωπο, και συνάμα με ένα καλοπροαίρετο πλάσμα επιστημονικής φαντασίας. Το γοητευτικό ChatGPT, όμως, εκτός από θαυμαστές αποκτά και αρκετούς επικριτές.

Ανάμεσα στους τελευταίους ξεχώρισε –μόνο για λίγο– πρόσφατα ο Σατσίρ Μπαλάτσι, προγραμματιστής στην Open AI. Οπως κατήγγειλε δημόσια, το συζητητικό ρομπότ  αναπτύσσει δεξιότητες καταπατώντας πνευματικά δικαιώματα, καθώς αντιγράφει ανεμπόδιστα περιεχόμενα άλλων. Η πρακτική της εταιρείας να τροφοδοτεί το ChatGPT ελεύθερα με κάθε είδους δεδομένα απειλεί την ασφάλεια και βλάπτει το διαδικτυακό περιβάλλον.

Ενας πληροφοριοδότης που έχασε τη φωνή του

Ο Μπαλάτσι ενήργησε ως ενοχλητικός πληροφοριοδότης, αφού όχι μόνο αποχώρησε από την εταιρεία, αλλά και τοποθετήθηκε δημόσια κατά του ChatGPT, έχοντας προσωπική εμπειρία από την εκπαίδευσή του. Η κριτική του προκάλεσε μεγαλύτερο σάλο από ό,τι οι αντιρρήσεις αρκετών δυσαρεστημένων μάνατζερ, που εγκατέλειψαν διαδοχικά την Open AI, διαφωνώντας με την προτίμησή της για εμπορικότητα.

Ο Σατσίρ Μπαλάτσι επέκρινε παρόμοια την εταιρεία ότι προτιμά το κέρδος, ενώ υποβαθμίζει την ασφάλεια. Προηγουμένως συμμετείχε στην εκπαίδευση του ChatGPT με υλικό διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Από το 2022, μετά την κυκλοφορία του συνομιλητικού ρομπότ στην αγορά, αυτός επισήμανε το έλλειμμα ασφάλειας ως προς τη συγκεκριμένη τεχνολογία.

Η αναίτια «αυτοκτονία» του Μπαλάτσι, όπως χαρακτηρίστηκε ο σχετικά πρόσφατος θάνατός του, έκοψε το νήμα των αποδεικτικών πληροφοριών του, ενώ περιβλήθηκε από νότες μυστηρίου – κάτι αδιανόητο για την Τεχνητή Νοημοσύνη, η οποία επιλύει πανεύκολα κάθε μυστήριο. Τώρα πια το συνομιλητικό ρομπότ, εκτός από καταγγελίες, πλαισιώνεται από την οριστική σιωπή ενός αθυρόστομου πληροφοριοδότη που στράφηκε εναντίον του.

Το κέρδος πάνω απ’ όλα

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο εταιρικό κέρδος και την ηθική φωλιάζει στα θεμέλια της Open AI, διχάζοντάς την. Οι βασικοί ιδρυτές της (Ελον Μασκ, Σαμ Ολτμαν, Ιλια Σούτσκεβερ και Γκρεγκ Μπρόκμαν) εξήγγειλαν πρωταρχικά την ανάπτυξη μιας Τεχνητής Υπερ-νοημοσύνης, αφοσιωμένης  στο καλό της ανθρωπότητας. Η Open AI προβλήθηκε ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός, σε αντίθεση με τις άλλες, απροκάλυπτα κερδοσκοπικές τεχνοεταιρείες. Η προγραμματική αυτή ανιδιοτέλεια, όμως, δεν αρκούσε για να προσελκυστούν νέοι επενδυτές και να βρεθεί το άφθονο χρήμα που απαιτείται για την ανάπτυξη της Τεχνητής Υπερ-νοημοσύνης. Η εταιρεία έπρεπε να αντιμετωπίσει και τους ανταγωνιστές, κυρίως τις Google και Μeta.

Ο Σαμ Oλτμαν, ως διευθύνων σύμβουλος, επέμεινε στην

ταχύτερη και ολική εμπορευματοποίηση της ΤΝ. Αυτή η αλλαγή πορείας ενόχλησε όσους υποστήριζαν τη μη κερδοσκοπική διάσταση της Open AI. Ο επιστήμονας Ιλια Σούτσκεβερ συσπείρωσε τα διαφωνούντα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προειδοποιώντας για τους πιθανούς κινδύνους από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της ΤΝ. Μαζί με αυτόν, και άλλοι εμπειρογνώμονες πρόβαλαν το σενάριο να υπερβούν οι υπολογιστές τους ανθρώπους.

Βέβαια, η Τεχνητή Υπερ-νοημοσύνη μπορεί να βάλει αίσιο τέλος στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα, μπορεί όμως και να φέρει ασύμμετρους κινδύνους, π.χ. με τον σχεδιασμό ενός ανίατου ιού ή με την αυτόνομη δράση όπλων μαζικού ολέθρου. Αν τελικά αυτή ξεπεράσει τον άνθρωπο, δημιουργώντας δική της τεχνολογία, τότε, κατά τον Σούτσκεβερ, η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ανώτερες, πια, μηχανές θα έμοιαζε με τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Οπως επισήμανε ο ίδιος, «μας αρέσουν τα ζώα, αλλά αν θέλουμε να φτιάξουμε έναν νέο αυτοκινητόδρομο δεν ζητάμε άδεια από τα ζώα».

Τελικά επικράτησε ο Σαμ Ολτμαν στην Open AI. Η επιλογή του για ταχύτερη και ολοκληρωμένη εμπορικότητα καρποφόρησε με την κυκλοφορία του ChatGPT, το οποίο ενίσχυσε το κύρος του και πολλαπλασίασε τους πελάτες-χρήστες, μαζί με τα κέρδη και τη φήμη της εταιρείας.

Τώρα η Open AI αντικρούει σθεναρά τις κατηγορίες, επιμένοντας πως η ΤΝ την οποία διαμορφώνει, μαθαίνει μόνο από δεδομένα ελεύθερα διαθέσιμα στο διαδίκτυο, αλλά και σέβεται τα πνευματικά δικαιώματα. Εξάλλου το ChatGPT απαντά στους χρήστες του με δεδομένα διαφορετικά από τα πρωταρχικά, ενώ οι απαντήσεις του δεν αποτελούν ανταγωνιστικά προϊόντα.

Ο Μπαλάτσι, όμως,  δήλωσε σε συνέντευξή του στους Times πως οι απαντήσεις του συζητητικού ρομπότ δεν αντιγράφουν ακριβώς τα πρωταρχικά δεδομένα, αλλά ούτε αποτελούν νέα προϊόντα. Ο ίδιος τόνισε πως το ChatGPT, όπως και άλλα ρομπότ συζήτησης, θα επιδράσει αρνητικά στις διαδικτυακές αξίες, προκαλώντας μακροπρόθεσμες ανατροπές. Το ChatGPT πιθανότατα θα εκτοπίσει τους προγραμματιστές που το εκπαίδευσαν.

Ηδη πριν από αυτόν, διάφοροι είχαν δημοσιοποιήσει παρόμοιες ανησυχίες. Προγραμματιστές, καλλιτέχνες, δισκογραφικές εταιρείες, συγγραφείς και όμιλοι ΜΜΕ είχαν επικρίνει την Open AI επειδή καταπατούσε τα πνευματικά δικαιώματά τους. Στο τέλος του 2024 οι New York Times κατηγόρησαν την εταιρεία, μαζί με τον κύριο εταίρο της, τη Microsoft, ότι χρησιμοποίησε εκατομμύρια άρθρα για να αναπτύξει μαθησιακά το ChatGPT, το οποίο εξελίχθηκε σε αντίπαλο της εφημερίδας. Και αυτές οι κατηγορίες διαψεύστηκαν.

Με αντίθετη οπτική, ο Σαμ Ολτμαν κάνει ένα νοητικό άλμα στο μέλλον και χαρακτηρίζει τα υπάρχοντα ψηφιακά εργαλεία «απίστευτα ανόητα». Αυτός οραματίζεται  μια ΤΝ που θα γνωρίζει τα πάντα για τους χρήστες της, έτσι ώστε να παρεμβαίνει βοηθητικά στις ζωές τους,  κάτι σαν «υπερ-ικανό συνάδελφο, ο οποίος ξέρει απολύτως τα πάντα για μένα, δηλαδή γνωρίζει κάθε e-mail και κάθε συζήτηση που είχα ποτέ». Για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, απαίτησε πρόσβαση σε ακόμα περισσότερα δεδομένα.

Μπορεί ο ίδιος να ανυπομονεί για την πραγματοποίηση του οράματός του, αυτό όμως προκαλεί ανατριχίλα σε κάποιους αναλυτές της ΤΝ.  Ειδικότερα, ο Γκάρι Μάρκους, ειδήμων σε σχετικά ζητήματα και ομότιμος καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, σημείωσε πρόσφατα στο ιστολόγιό του ότι η Open AI μπορεί να εξελιχθεί στην «πιο τρομακτική εταιρεία παρακολούθησης στον κόσμο».

Παραδόξως, ο ίδιος ο Σαμ Ολτμαν, που τώρα οδηγεί ριψοκίνδυνα την Open AI στην ολισθηρή υπερλεωφόρο του κέρδους, συμμετείχε στην ομάδα των 350 ανήσυχων ειδημόνων που στις 30 Μαρτίου 2023 επισήμαναν ομόφωνα –σε ένα κείμενο 22 (αγγλικών) λέξεων που δημοσιεύθηκε στους New York Times– πως πρέπει να αντιμετωπιστεί πρωταρχικά ο κίνδυνος εξάλειψης της ανθρωπότητας από την ΤΝ.

Προκαλούν, λοιπόν, δικαιολογημένα ερωτήματα η αντιφατική επιλογή του Ολτμαν να προωθεί την ανεμπόδιστη όσο και κερδοφόρα δημιουργία μιας Τεχνητής Υπερ-νοημοσύνης, την οποία ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «ακραία επικίνδυνη».

Ο Μάνφρεντ Σπίτσερ, νευροεπιστήμονας και ψυχιατρικός ερευνητής, στο πρόσφατο βιβλίο του «Τεχνητή Νοημοσύνη» υποστηρίζει πως, εφόσον οι ίδιοι οι εμπειρογνώμονες της ΤΝ προβάλλουν δημόσια τα σενάρια τρόμου, στα οποία η ίδια η ΤΝ στρέφεται αυτόνομα κατά των ανθρώπων, δημιουργείται η εντύπωση πως «η ανάπτυξή (της) είναι αναπόφευκτη και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να παρατηρούμε παθητικά».

Ετσι, το άγχος για ένα τόσο ολέθριο μέλλον αποσπά τη δημόσια προσοχή από τις πραγματικές εξελίξεις της συγκεκριμένης τεχνολογίας στο παρόν. Συνάμα, ο παραλυτικός φόβος για εξελίξεις επιστημονικής φαντασίας όσον αφορά την ΤΝ λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά στην ψύχραιμη ανάδειξη των αμφιλεγόμενων διαστάσεων μιας τόσο καταλυτικής τεχνολογίας.

Είναι , λοιπόν, σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τους πραγματικούς κινδύνους που προκύπτουν από την κατάχρηση της ΤΝ για διάφορους σκοπούς. Γιατί πόσο λογικό είναι να βρίσκεται μια ακατανίκητη τεχνολογία στα χέρια λίγων επιχειρηματιών, εκτός κοινωνικού ελέγχου, όταν και οι ίδιοι παραδέχονται ότι ο μετριασμός των κινδύνων που προκαλεί η ΤΝ θα έπρεπε να αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα;