Οταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ένα κομμάτι της κοινωνίας έριχνε φάσκελα στη Βουλή και ανάθεμα στη Μεταπολίτευση. Η μεγαλύτερη περίοδος πολιτικής ομαλότητας στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας δαιμονοποιήθηκε ακόμα και από φωνές με θεσμική χροιά και ένταση. Ακουγες, ας πούμε, στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να περιγράφουν τη Μεταπολίτευση ως το διάστημα κατά το οποίο η χώρα λεηλατήθηκε και οδηγήθηκε με σχέδιο στην κατάρρευση. Αντίστοιχα, στις πλατείες κάποιοι φώναζαν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ’74».
Αν επιστρέψετε στο 2012 και έχετε το κουράγιο να ακούσετε ομιλίες και δημόσιες τοποθετήσεις, θα διαπιστώσετε ότι η Μεταπολίτευση πήρε πάνω της περισσότερες αμαρτίες και από τη χούντα. Ηταν, εν τέλει, το ιδανικό πεδίο για να δοκιμάσουμε την αντοχή της Δημοκρατίας μας και των θεσμών της. Το Σύνταγμα και το θεσμικό πλαίσιο επέδειξαν αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα. Οταν η οικονομία έχει πέσει στα γόνατα, η Χρυσή Αυγή είναι τρίτο κόμμα και έξω χαλάει ο κόσμος από τις μολότοφ και τα χημικά, η θεσμική δοκιμασία αγγίζει τα όρια του τεστ κοπώσεως.
Η Δημοκρατία και το Σύνταγμα άντεξαν και αυτό, δυστυχώς, δεν έχει αποτιμηθεί στον βαθμό που του αξίζει. Η χώρα βρέθηκε στο κατώφλι του χάους, κλυδωνίστηκε, απειλήθηκε με καθολική κατάρρευση και έξοδο από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, ωστόσο απέδειξε ότι ακόμα και όταν δεν λειτουργούν τα θεσμικά αντίβαρα, ενεργοποιείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ειδικά στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, η Δημοκρατία στάθηκε στα πόδια της στηριζόμενη σε μία εξόφθαλμη αντίφαση. Κρατήθηκε όρθια αλλοιώνοντας, διά των θεσμικών οργάνων της, το συστατικό της στοιχείο, δηλαδή τη λαϊκή βούληση. Και ίσως εδώ αποτιμηθεί ιστορικά με μεγαλύτερη επιείκεια ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ, που λειτούργησε περίπου ως ανάρτηση, απορροφώντας και μεταβολίζοντας θεσμικά, έστω με τον δικό του τρόπο, την οργή και τα βίαια αντανακλαστικά της κοινωνίας.
Μπορεί η Δημοκρατία μας να ελέγχεται για αρκετές καχεξίες, ιδιαιτερότητες, βαλκανικά και ενίοτε τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, κανένας πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη στιβαρότητά της. Δεν είναι Δημοκρατία σκανδιναβικού τύπου. Εχει όμως αντίστοιχο προσανατολισμό, επιδιώκει, προσπαθεί, μπουσουλάει να φτάσει ως εκεί. Για αυτό και η γκρίνια ή ο θυμός, όταν μετουσιώνονται σε κριτική, αποτελούν στοιχεία συνεχούς εξέλιξης και προόδου.
Στα 46 χρόνια ομαλού, δημοκρατικού κοινοβουλευτικού βίου, η χώρα βρέθηκε από το περιθώριο των Βαλκανίων στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και απέκτησε το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου. Από την άλλη, χρεοκόπησε, κάτι που, αν θέλετε, είναι συνεπές προς την Ιστορία και την ιδιοσυστασία της. Ομως αν διατρέξουμε αυτό το διάστημα, θα δούμε μία χώρα που προοδεύει και εξελίσσεται, που παραδίδεται καλύτερη στις επόμενες γενιές. Είναι μία συλλογική, μία εθνική κατάκτηση.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην επιλογή και στο πρόσωπο της οποίας αποτυπώνεται αυτή η πρόοδος, δεξιώνεται αυτούς που, αφαιρετικά, περιγράφουμε ως απλούς ανθρώπους. Προσωπικό από τον χώρο της Υγείας, εργαζόμενοι σε ντελίβερι και σούπερ μάρκετ, πυροσβέστες, αστυνομικοί, οδοκαθαριστές. Η πρόσκλησή τους συμβολίζει την αναγνώριση των προσπαθειών τους στην περίοδο της καραντίνας. Περιέχει όμως και κάτι ακόμα. Μας θυμίζει ότι οι λόγοι για τους οποίους οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τη χώρα και τη Δημοκρατία μας, έχουν πρόσωπο που μπορούμε να το δούμε στη διπλανή μας πόρτα.