Πέρασε κάπως στα ψιλά, μέσα στη ραθυμία του τριημέρου, που ούτε η λήξη της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα μπόρεσε να αναταράξει. Ομως ήταν μια παρέμβαση με νόημα. Υψηλό πολιτικό νόημα. Με αφορμή τις, για μία ακόμα φορά, σφοδρές και συχνά ανοίκειες αντεγκλήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αλέξη Τσίπρα την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή για τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, η Αννα Διαμαντοπούλου έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα με τον τίτλο «Κέντρο μ’ ακούς; – Τίτλος της συζήτησης στην Βουλή, σήμερα» (εδώ).
Σε αυτήν την ανάρτηση, η πρώην υπουργός και πρώην Επίτροπος εξέφρασε τον προβληματισμό και την απογοήτευση των μετριοπαθών πολιτών, οι οποίοι δυσφορούν με τις κομματικές κραυγές και τη στείρα αντιπαράθεση σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για τη χώρα –με την οικονομία στον πάγο και τα νοσοκομεία γεμάτα, η συζήτηση στη Βουλή ήταν για κάποιους ένας εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη.
Η παρέμβαση Διαμαντοπούλου αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τον καθοριστικό ρόλο του πολιτικού Κέντρου. Ερμηνεύτηκε από πολλούς κεντρώους και ως αιχμή προς το Κίνημα Αλλαγής, στην ηγεσία του οποίου καταλογίζουν ότι αδυνατεί να αποκτήσει τη δυναμική και τον λόγο που απαιτείται, ώστε να διεκδικήσει καθοριστικό εξισορροπητικό ρόλο έναντι τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου, αναθέρμανε τις σκέψεις ορισμένων για την ανάγκη ενός νέου κομματικού φορέα του Κέντρου.
Το Κέντρο, ωστόσο, δεν είναι ιδεολογία για να εκφραστεί κομματικά. Είναι πολιτική στάση, μετριοπάθειας, συνεννόησης, συναίνεσης, διαλόγου και συμβιβασμών και θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας. Ο διαχωρισμός είναι ιστορικά επιβεβαιωμένος. Από τον 18ο αιώνα, δύο είναι τα βασικά ιδεολογικά ρεύματα. Ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Στην πορεία των χρόνων και των ιστορικών γεγονότων, διαμορφώθηκαν τα επί μέρους παρακλάδια τους: κοινωνικός φιλελευθερισμός, νεοφιλελευθερισμός κ.ά., από τη μια πλευρά και σοσιαλδημοκρατία, κομμουνισμός κ.ά, από την άλλη.
Επιπλέον, το Κέντρο σε κάθε ιστορική περίοδο είχε διαφορετικές εκφάνσεις και πολιτική στάση. Από το 1974 τον πολιτικό χώρο του Κέντρου τον εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, τη δεκαετία του ’80 και υπό τον Κώστα Σημίτη τη δεκαετία του ’90. Για να είμαστε ακριβείς, και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το επιχείρησε το 1990-93, με τη διαφορά όμως ότι η ΝΔ δεν ήταν κεντρώο κόμμα, αλλά το κόμμα της Δεξιάς. Για τις προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα, καλύτερα να μη μιλήσουμε.
Στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν κεντρώοι ήταν και ο Θανάσης Κανελλόπουλος και ο Γιάννης Μπούτος, όπως κεντρώοι ήσαν ο Σάκης Πεπονής και ο Γιάννης Αλευράς. Συμμετείχαν στα ίδια κόμματα ή πήραν διαφορετικούς δρόμους, όμως είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μετριοπάθεια, τη συνεννόηση, όπου ήταν εφικτό, και την αίσθηση του εθνικού καθήκοντος. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα ένα κεντρώο κόμμα-παλάντζα, που θα συμπράττει ανάλογα με τη συγκυρία και τους πολιτικούς συσχετισμούς, και άλλο πράγμα πολιτικές στο Κέντρο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου σε εκτενή συνέντευξή του στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στους New York Times, είχε δηλώσει ότι με την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ επεδίωξε να απευθυνθεί και να εκφράσει «το προοδευτικό κομμάτι του Κέντρου, αυτό που θα λέγαμε Κεντροαριστερά».
Προφανώς η εποχή δεν είναι ίδια. Σήμερα η μεγαλύτερη κατά πολύ μερίδα των κεντρώων πολιτών προέρχεται από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ και στις τελευταίες εκλογές στήριξαν ανοικτά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πρώτα για να φύγει ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ και επιπλέον γιατί προσδοκούσαν πως ο Πρωθυπουργός και αρχηγός της ΝΔ θα προχωρούσε γρήγορα και συναινετικά στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που είναι οφθαλμοφανές ότι χρειάζεται η Ελλάδα για να ξαναστηθεί με προοπτική στα πόδια της. Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και στην Υγεία, για παράδειγμα. Είναι ιδέες ώριμες, αλλά δεν προχωρούν. Ή προχωρούν αποσπασματικά, ιδεοληπτικά –λες και η αριθμολαγνεία των αυξημένων ΜΕΘ ή η αστυνομία στα ΑΕΙ συνιστούν μεταρρύθμιση.
Την ίδια ώρα, εξάλλου, εκείνοι οι μετριοπαθείς πολίτες αισθάνονται απογοητευμένοι βλέποντας ότι προϊόντος του χρόνου και όσο τα διλήμματα για την ανάκαμψη της χώρας γίνονται όλο και πιο πιεστικά ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Τσίπρας απευθύνονται στα σκληρά κομματικά τους ακροατήρια –η κομματική «επικοινωνία» γύρω από τα περιστατικά της Νέας Σμύρνης είναι χαρακτηριστική της πόλωσης, με τους μετριοπαθείς να κατηγορούνται και από τους δύο ως «ισαποστάκηδες».
Ολοι αυτοί ενοχλούνται, κι ας μη το λένε δημόσια, που η ηγεσία της ΝΔ τους θεωρεί «δεδομένους» και ότι θα συνεχίσουν να την υποστηρίζουν υπό τον φόβο της επιστροφής του Τσίπρα.
Στο πλαίσιο αυτό, τρεις είναι οι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσουν.
Ο πρώτος είναι να ενσωματωθούν στη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, για τα επώνυμα στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, θα σημαίνει ότι αποκόπτονται οριστικά από τον κοινωνικό και πολιτικό κορμό στον οποίο αναδείχθηκαν.
Ο δεύτερος είναι να ιδρυθεί νέο κεντρώο κόμμα, εγχείρημα οργανωτικά δύσκολο και πολιτικά φθοροποιό, αφού θα πρέπει να αντιπαρατεθούν με το συγγενές Κίνημα Αλλαγής, τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, για να μην επιβεβαιώσουν ότι θα είναι «συμφωνημένο» με τον Κ. Μητσοτάκη», όπως σίγουρα θα τους κατηγορήσουν.
Η τρίτη επιλογή είναι να επαναπροσεγγίσουν το Κίνημα Αλλαγής που τους έχει ανάγκη. Προϋπόθεση είναι τόσο η Φώφη Γεννηματά και η ηγετική ομάδα της Χαριλάου Τρικούπη, όσο και πολλοί κεντρώοι, να υπερβούν προσωπικές ανασφάλειες, πικρίες και εγωισμούς του πρόσφατου παρελθόντος. Θέλουν; Μπορούν; Ίδωμεν!