Το ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν ο Νίκος Ανδρουλάκης και όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μέχρι τις εκλογές είναι λίγο ως πολύ γνωστό: «Με ποιον θα συνεργαστείτε για να σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές;». Απλούστατο ερώτημα, απολύτως λογικό και αναμενόμενο, το οποίο όμως δεν έχει –προς το παρόν– απαντηθεί από τη Χαριλάου Τρικούπη και μάλλον δεν πρόκειται να απαντηθεί μέχρι το βράδυ των εκλογών.
Μια απάντηση που δίνεται από αρκετούς είναι ότι η στάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα κριθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών. Οσο μεγαλύτερο ποσοστό πάρει το κόμμα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η δυνατότητά του να επηρεάσει τις εξελίξεις. Λογικό και σωστό, αλλά δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: Με ποιον από τους δυο μεγάλους μπορεί να συνεργαστεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με τη Νέα Δημοκρατία ή με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Τι είναι, όμως, αυτό που καθιστά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πιθανό ρυθμιστή των εξελίξεων; Είναι το γεγονός και μόνο ότι αποτελεί το τρίτο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα και θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε αυτή τη θέση –πιθανώς ενισχυμένο– μετά τις εκλογές; Το ίδιο θα συνέβαινε –για παράδειγμα– με το ΚΚΕ, αν ήταν τρίτο κόμμα; Προφανώς όχι! Η μεγάλη ειδοποιός διαφορά είναι ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε πάντοτε κόμμα εξουσίας, είτε ως μεγάλο κόμμα στο παρελθόν είτε ως μικρό σήμερα.
Και η «ατυχία» τού να είσαι κόμμα εξουσίας, ενώ εκλογικά ίσως σου αρκεί να είσαι κόμμα διαμαρτυρίας, μπορεί να αποδειχτεί μοιραία για τη Χαριλάου Τρικούπη. Ιδιαίτερα σε αυτές τις εκλογές που θα διεξαχθούν με απλή αναλογική και αν δεν οδηγήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης, θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, με ενισχυμένη αναλογική. Το τρίτο κόμμα, εφόσον βρεθεί σε ρόλο ρυθμιστή στις πρώτες εκλογές, κινδυνεύει –εάν δεν συμπράξει στον σχηματισμό κυβέρνησης– να υποστεί το εκλογικό κόστος στις δεύτερες εκλογές, χάνοντας μέρος της εκλογικής και της κοινοβουλευτικής του δύναμης.
Από τη μία, λοιπόν, υπάρχει ο κίνδυνος του πολιτικού κόστους, με τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση με κορμό την ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, και από την άλλη ο κίνδυνος του άμεσου εκλογικού κόστους λόγω μη συμμετοχής. Οι ψηφοφόροι το γνωρίζουν και το αντιλαμβάνονται, οπότε είναι απολύτως λογικό να θέλουν να γνωρίζουν ποιο από τα δυο ρίσκα σκοπεύει να αναλάβει το κόμμα που θα ψηφίσουν: το πολιτικό ή το εκλογικό; Το πρώτο είναι το πιο δύσκολο, το δεύτερο όμως μπορεί να αποδειχτεί πιο οδυνηρό.
Υπάρχουν δύο δεδομένα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν: Το πρώτο είναι ότι η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ στη μεγάλη πλειοψηφία της μετακινήθηκε τα τελευταία χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ (χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα) και ότι συγκρούστηκε μετωπικά με τον ΣΥΡΙΖΑ εφ’ όλης της ύλης: Από την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, μέχρι τα θέματα της λειτουργίας των θεσμών και της δημοκρατίας. Από τα μνημόνια και το δημοψήφισμα, μέχρι τη συμφωνία των Πρεσπών και τα Ειδικά Δικαστήρια για τη σκευωρία Νovartis και τον διαγωνισμό τηλεοπτικών αδειών, πολλές φορές η σύγκρουση ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε πιο σφοδρή από τη σύγκρουση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ψηφοφόροι που παρέμειναν όλα αυτά τα χρόνια στο ΠΑΣΟΚ κρατώντας το στη Βουλή ως τρίτο κόμμα έχουν αποδείξει ότι αντέχουν στα δύσκολα. Είναι προφανές ότι δεν γοητεύτηκαν από τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ – τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαταλείψουν το μικρό ΠΑΣΟΚ για να πάνε στη μεγάλη ΝΔ. Είναι επίσης προφανές ότι δεν μετάνιωσαν ποτέ για τη σφοδρή σύγκρουση του κόμματός τους με τον ΣΥΡΙΖΑ – τουλάχιστον όχι τόσο, ώστε να φύγουν από το μικρό ΠΑΣΟΚ με προορισμό τον μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτά που ισχύουν για την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ του 2019 δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από αυτά που ισχύουν σήμερα. Οι θέσεις του κόμματος δεν έχουν αλλάξει, συχνά μάλιστα ο σημερινός αρχηγός Νίκος Ανδρουλάκης επικαλείται την πολιτική παρακαταθήκη και την αυτόνομη πορεία που ακολούθησε η Φώφη Γεννηματά ως οδηγό για το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι και οι ψηφοφόροι που εισρέουν σήμερα στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κινούνται περίπου στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με αυτούς του 2019. Γνωρίζουν ότι θα ψηφίσουν το τρίτο σε δύναμη κόμμα, το οποίο εκ των πραγμάτων θα έχει ρόλο ρυθμιστή. Αυτό που δεν γνωρίζουν –και θα ήταν χρήσιμο να μάθουν πριν από τις εκλογές– είναι εάν το κόμμα τους θα αναλάβει το πολιτικό ρίσκο της συγκυβέρνησης ή το εκλογικό ρίσκο της ακυβερνησίας.