Αληθινή ιστορία που συνέβη πριν λίγους μήνες: Κάποιοι φοιτητές προσπαθούσαν στο κυλικείο της σχολής τους να προσδιορίσουν τι νόημα θα μπορούσε να έχει η «αταξία των απατηλών λέξεων». Το ζήτημα ανέκυψε όταν ένας από την παρέα ρωτήθηκε για το τι σημαίνει αυτή η φράση από την αδελφή του, μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου, που τη βρήκε διαβάζοντας για το μάθημα της Ιστορίας, στο σχολικό βιβλίο.
Είναι ενδιαφέρον ότι, αν και η παρέα δεν κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα, κανείς δεν σκέφτηκε να ρωτήσει τη μαθήτρια σε ποιο κείμενο μέσα βρισκόταν η φράση αυτή –το context που λέμε ότι συμβάλλει στην κατανόηση του νοήματος. Αλλά ενδιαφέρον έχει και το απόσπασμα στο οποίο βρίσκεται η επίμαχη φράση: Πρόκειται για ένα ένθετο στο κεφάλαιο περί Ιουστινιανού με θέμα την κωδικοποίηση του Δημοσίου, από το έργο του Προκόπιου, «Κτίσματα».
Διαβάζουμε λοιπόν ότι «ο Ιουστινιανός, επειδή βρήκε τους νόμους σκοτεινούς, λόγω της ανεπίτρεπτης πληθώρας τους και σε εμφανή σύγχυση εξαιτίας των αντιφάσεών τους, τους απήλλαξε από την αταξία των απατηλών λέξεων. Παραμέρισε τις αποκλίσεις τους και τους έδωσε διαρκή ισχύ».
Θα συμφωνήσετε, πιστεύω, πως τώρα το νόημα της «αταξίας των απατηλών λέξεων» είναι κατά πολύ σαφέστερο, ταυτόχρονα όμως, ότι η συγκεκριμένη ιστορία αποκαλύπτει κάποιες στάσεις που έχουν εξαπλωθεί στις νεότερες γενιές (πάντα με εξαιρέσεις βέβαια). Αναφέρομαι στη θεώρηση κάθε λέξης ή φράσης ως αυτόνομης, εκτός γενικότερου κειμένου, στο σύνολο του οποίου συνδιαμορφώνεται το νόημα. Εχω την αίσθηση ότι αυτή η αποσπασματικότητα καταλαμβάνει σταδιακά κυρίαρχη θέση, ίσως λόγω των μορφών επικοινωνίας που έχουν επικρατήσει, με τα ολιγόλογα μηνύματα στα διάφορα μέσα σύγχρονης επικοινωνίας.
Ετσι, βέβαια οι λέξεις γίνονται απατηλές ενώ η εξαφάνιση της ενότητας του κειμένου οδηγεί σε αταξία –στην αταξία των απατηλών λέξεων. Εδώ όμως, αντί ενός Ιουστινιανού που θα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την εμφανή τους σύγχυση, έχουμε αλλεπάλληλους σχεδιασμούς εκπαιδευτικής πολιτικής, που δεν παίρνουν υπόψη τους το σημαντικό αυτό στοιχείο: το ότι οι σημερινοί νέοι (προσοχή στις εξαιρέσεις) καταλαβαίνουν πολύ λιγότερα από ένα θεωρητικό κείμενο, χαμένοι στην αταξία των απατηλών λέξεων που οφείλεται στον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο τις προσλαμβάνουν, πράγμα που πιστοποιείται και στην έκθεση της ανεξάρτητης αρχής που δημοσίευσε πρόσφατα το Protagon (εδώ).
Ετσι, είδαμε π.χ. πριν λίγο καιρό να κυριαρχεί η συζήτηση για το αν πρέπει το μάθημα της Ιστορίας στα σχολεία να έχει ως σκοπό την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης ή την εξοικείωση των μαθητών με τις σύγχρονες κατευθύνσεις της επιστήμης της Ιστορίας. Εκτός λοιπόν από το απατηλό νόημα που δόθηκε από διάφορους πολέμιους της άποψης περί της καλλιέργειας εθνικής συνείδησης στη λέξη «συνείδηση» (που την ταύτισαν περίπου με το αντίθετό της – έλλειψη κριτικού στοχασμού, άγνοια της Ιστορίας και καλλιέργεια τυφλού εθνικισμού), πρέπει να σημειώσουμε την τοποθέτηση της συζήτησης εκτός θέματος, αφού είναι άλλο ζήτημα ο προσανατολισμός της επιστήμης της Ιστορίας και άλλο ο σχεδιασμός της διδασκαλίας σε μαθητές που το γεγονός ότι ξέρουν ανάγνωση δεν εξασφαλίζει και τη δυνατότητα κατανόησης αυτών που διαβάζουν. Είναι σαν να συζητούν σε ένα συνεργείο για τη θέση της εξάτμισης σε μια μηχανή, χωρίς να βλέπουν ότι δεν υπάρχει αλυσίδα.
Μια τέτοια άγνοια των πραγματικών δεδομένων οφείλεται κατ’ αρχήν στην πλήρη έλλειψη της επιδίωξης της αποτελεσματικότητας στους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής, που οδηγεί και στην έλλειψη στοιχείων για τις πραγματικές επιδόσεις των μαθητών, αναγκαίων για την ανατροφοδότηση και τον έλεγχο της πορείας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Και έρχονται οι διάφορες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, στηριγμένες ουσιαστικά στην αταξία απατηλών λέξεων (που μπορείτε να δείτε στις εισηγητικές εκθέσεις των σχετικών νομοσχεδίων), αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία, τα οποία άλλωστε αγνοούν.
Αυτήν λοιπόν τη συνήθη, εδώ και δεκαετίες, πρακτική του εκπαιδευτικού σχεδιασμού, με τους μεγαλεπήβολους στόχους και τα πενιχρά αποτελέσματα, την χαρακτηρίζει, καλύτερα από κάθε τι άλλο, μία σκηνή από την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δείχνοντας ταυτόχρονα τη σημασία της Ιστορίας ως στοιχείου κριτικής θεώρησης του παρόντος (πέρα από τις διάφορες, εκτός θέματος, θεωρητικολογίες για τις εξελίξεις στο χώρο της επιστήμης της Iστορίας). Είναι η σκηνή στην οποία βλέπει ο Μέγας Αλέξανδρος τον πατέρα του τον Φίλιππο, να παραπατάει μεθυσμένος μετά από ένα συμπόσιο και λέει: «να ο άνθρωπος που θέλει να πάει από την Ευρώπη στην Ασία και δεν μπορεί να πάει από το ένα τραπέζι στο άλλο».