«Πού πάτε εσείς διακοπές; Στην Πρέβεζα; Είναι ωραία εκεί; Απέναντι από τη Λευκάδα δεν είναι; Την περνάμε στον δρόμο για την Πάργα, σωστά;»
Για χρόνια, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτές ήταν οι ερωτήσεις που μου ζητούσαν απάντηση.
Και μετά άρχιζα δειλά να περιγράφω έναν τόπο όμορφο, καταπράσινο, προικισμένο με μια ατελείωτη ακτογραμμή, έναν υγροβιότοπο και ιστορία. Για να εντυπωσιάσω, μιλούσα για τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., με την Κλεοπάτρα και τον Οκταβιανό και την αρχαία Νικόπολη, την πόλη που έχτισε ο τελευταίος για να γιορτάσει τη νίκη του. Περιέγραφα μια πόλη, χτισμένη πάνω στη θάλασσα, με περαντζάδα γεμάτη ψαρόβαρκες και ιστιοπλοϊκά και στενά σοκάκια, με χαμηλά σπίτια, απομεινάρια της τουρκοκρατίας. Μια πόλη με φούρνους που έκαναν πίτες και ψωμί ζυμωτό, με ταβέρνες που σέρβιραν ψάρια και γάμπαρες από τη λιμνοθάλασσα του Αμβρακικού, με καφενεία κάτω από μουριές και πλατάνια που έφτιαχναν γλυκό του κουταλιού καρπούζι.
Μια πόλη, που γύρω της οι ελιές ήταν αιωνόβιες, με κορμούς που δεν τους έφθανε η αγκαλιά σου, φυτεμένες από το Βυζάντιο, όπως έλεγαν οι παλιοί.
Αυτή ήταν η δική μου Πρέβεζα. Ο τόπος των διακοπών μου, ακούσια ως παιδί και συνειδητή επιλογή μου ως ενήλικα.
Για όλα αυτά που μου πρόσφερε απλόχερα, όταν σε άλλα μέρη έστω και κάποια δεν ήταν δεδομένα.
Για την αγνότητα, αποτέλεσμα της «μοναξιάς» της, συγκριτικά με άλλους ιλουστρασιόν τόπους, τη δεκαετία του ‘90 και του ‘00. Τρέντι προορισμοί που φιγουράριζαν σε περιοδικά και οδηγούς διακοπών.
Ξενοδοχεία μεγάλα παραθεριστικά, δεν υπήρχαν, ένα παραθαλάσσιο από τις αρχές του ‘70, με πολυτελείς εγκαταστάσεις για την εποχή, συμβεβλημένο με γάλλους πελάτες. Και ένα ακόμα στις παρυφές της πόλης, στις όχθες του Αμβρακικού, που έζησε χρόνια δόξας τη δεκαετία του ‘90 και μετά ακολούθησε φθίνουσα πορεία λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Η Πρέβεζα και η ακτογραμμή της προς βορρά, με το Μονολίθι σημείο αναφοράς, όλα αυτά τα χρόνια ήταν τόπος διακοπών για μυημένους και γνώστες, για όσους είχαν καταγωγή, αλλά και για όσους ζούσαν στην ενδοχώρα της Ηπείρου, στα Γιάννενα και στην Αρτα. Στα χρόνια της οικοδομικής έξαρσης, οι παραθαλάσσιοι οικισμοί γέμισαν μικρές μεζονέτες και στούντιο που αγοράζονταν ή ενοικιάζονταν τα καλοκαίρια. Χωρίς βέβαια να υπάρχουν οι προδιαγραφές, ή οι περιορισμοί που «έσωσαν» άλλους οικισμούς στη χώρα, όπως στις Κυκλάδες ή στα Ζαγοροχώρια.
Με τα χρόνια και οι αιωνόβιες ελιές άρχισαν να ξεριζώνονται και στη θέση τους να μπαίνουν, πότε ξινά πότε καλαμπόκι, πότε ντομάτες. Ό,τι πρόσταζε κάθε φορά η επιδότηση.
Για την ιστορία, όταν χτιζόταν το Costa Navarino στη Μεσσηνία, έγινε ολόκληρη επιχείρηση για να σωθούν οι ελιές της στην έκταση που θα χτίζονταν οι εγκαταστάσεις. Μάλιστα το κόστος της κάθε μεταφύτευσης έφθανε έως και τα 400 ευρώ! Δεκαέξι χιλιάδες ελαιόδεντρα απομακρύνθηκαν προσωρινά και μεταφυτεύθηκαν, υπακούοντας στην αειφορική προσέγγιση της επένδυσης. Αυτό όμως ήταν το όραμα του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου για τη Μεσσηνία.
Για χρόνια η Ηπειρος φιγουράριζε στις ειδήσεις, μαζί με τη Θράκη, ως η πιο φτωχή Περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα στοιχεία επιβεβαίωναν την καθημερινότητα στην Πρέβεζα. Ενας τόπος κυρίως αγροτικό-κτηνοτροφικός, με παροπλισμένο λιμάνι, μια Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού και πολύ μικρή εξωστρέφεια, παρά το διεθνές αεροδρόμιο του Ακτίου.
Αυτή η υστέρηση στην εξωστρέφεια «έσωσε» την περιοχή από πολλές κακοτοπιές στις οποίες υπέπεσαν άλλες, «βουτώντας» στην ευκαιριακή τουριστική τους διάσταση. Τα Ζαγοροχώρια ήταν η εξαίρεση. Η Πάργα παραδοσιακά tour operated, ήταν από τους πολυσύχναστους καλοκαιρινούς προορισμούς της Ηπείρου, αλλά και αυτός που αντιμετώπισε πρόβλημα με τη χρεοκοπία της Thomas Cook. Τα γραφικά Σύβοτα χτίστηκαν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Η γειτονική Λευκάδα ερχόταν συχνά στην κουβέντα ως παράδειγμα προς μίμηση. Για το πώς αναπτύχθηκαν το Πόρτο Κατσίκι, οι Εγκρεμνοί, ο Αγιος Νικήτας, το Νυδρί. Αργότερα έγινε παράδειγμα προς αποφυγή. Χωρίς απαραίτητα να γίνει και δίδαγμα.
Στη διάρκεια αυτών των ετών η Πρέβεζα έβλεπε τους γύρω αλλά δεν «έχτιζε» τη δική της ταυτότητα. Δεν καλλιεργούσε, πλην κάποιων εξαιρέσεων, τουριστική κουλτούρα, στη βάση της ολιστικής ανάπτυξης. Αυτή για την οποία γίνεται τόσο λόγος τα τελευταία χρόνια και που προσπαθούν όλοι οι κορεσμένοι προορισμοί να επαναφέρουν. Μια και πέρα από τη παραθεριστική της διάσταση, η περιοχή προσφέρεται για περιήγηση σε πολιτιστικά αξιοθέατα και στην ύπαιθρο. Ακόμα και το Μονολίθι περιλαμβάνει ένα αισθητικό δάσος, μια δασική έκταση 660 στρεμμάτων, με μήκος περίπου οκτώ χιλιομέτρων. Αλλά και μια αρκετά ευρεία αρχαιολογική περιοχή γύρω από τα ευρήματα της Νικόπολης. Και ένα από τα πέντε αρχαία θέατρα που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα αναστήλωσης και δικτύωσης της ΜΚΟ «Διάζωμα» με την Περιφέρεια Ηπείρου.
Η ολοκλήρωση της Εγνατίας άλλαξε τα δεδομένα. Ο βόρειος άξονας και οι βαλκανικές χώρες απέκτησαν μια ακόμα διέξοδο σε ελληνικά παράλια, πέρα από τη Χαλκιδική, τη Θάσο και την Αλεξανδρούπολη. Ανακάλυψαν το Ιόνιο. Στο μεταξύ, η οικονομική κρίση έστρεψε και τους Ελληνες, όσους αναζητούσαν διακοπές στο βαλάντιό τους, σε περιοχές με οδική πρόσβαση και καλές τιμές. Η Πρέβεζα ήταν προσβάσιμος και προσιτός προορισμός, με πολλά ποιοτικά στοιχεία. Ωστόσο τα παράπονα δεν έλειψαν: «Δεν τρώνε έξω. Ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ και τρώνε στα ενοικιαζόμενα», έλεγαν στην πόλη για τους βαλκάνιους επισκέπτες.
Ενας προορισμός με απρόσκοπτη ακτογραμμή, μικρά καταλύματα και ενοικιαζόμενα κατά βάση, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο συχνή επιλογή. Αυτή η επιλογή αποτέλεσε και βάση επιχειρηματικότητας στην πόλη, σε οικισμούς και παραλίες. Εξωραϊσμένα καφέ και μπαρ στην περαντζάδα της πόλης με τη μουσική να εναλλάσσεται στη διαπασών και ξαπλώστρες στην παραλία, με φραπέ και φρέντο στην ομπρέλα. Υπήρχαν ακόμα και παραλίες που τις απολάμβαναν στην κυριολεξία όσοι έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ. Όπως ο Ορμος του Οδυσσέα, δίπλα στο όμορο Αλωνάκι, η πευκόφυτη παραλία που φιγουράριζε για χρόνια στο εξώφυλλο των φυλλαδίων της Prefecture of Preveza. Μια λωρίδα αμμουδιάς, με δύο καντίνες, που σταθερά γέμιζε τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα το καλοκαίρι, τα οποία έστηναν ακόμα και πέργκολες με πλαστικά δάπεδα, ανενόχλητα και τον Αύγουστο (φωτογραφία κάτω).
Το Μονολίθι, μια παραλία 23 χιλιομέτρων, πώς να καλυφθεί; Το μήκος της ήταν αυτό που την ανέδειξε στο European Best Destinations (EBD), όπως σημείωσε το Forbes.com την προηγούμενη εβδομάδα, ως την ασφαλέστερη παραλία της Ευρώπης στη μετά-Covid19 εποχή. Το κριτήριο άλλωστε είναι η κοινωνική αποστασιοποίηση. Η δε Πρέβεζα χαρακτηρίζεται ένα «αντί – Σεν Τροπέ».
Δικαιολογημένοι οι πανηγυρισμοί μετά από αυτή τη μεγάλη προβολή.
Δεν άργησε να έρθει και το σχετικό δελτίο Τύπου με την εισαγωγή «Ανεβάζει στροφές η Πρέβεζα» και την ανακοίνωση ότι η δημοτική αρχή υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με εταιρία συμβούλων για το μάρκετινγκ της περιοχής.
Ομως ένας τόπος που είναι τόσα χρόνια στην αφάνεια, δεν πρέπει να είναι έτοιμος πριν εκτεθεί;
Το μάρκετινγκ δεν είναι το «μαγικό ραβδί» που μπορεί να καλύψει τα κενά της πρότερης οργάνωσης και προετοιμασίας και να φέρει την επιτυχία. Είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί ένα προϊόν όταν είναι πια έτοιμο να βγει στην αγορά.
Οπως και ένα σλόγκαν δεν αποτελεί branding.
Ποια είναι λοιπόν η ταυτότητα ενός τόπου, ο οποίος εκτός από τη μεγαλύτερη σε μήκος (και ασφαλέστερη) παραλία της Ευρώπης, διαθέτει εντυπωσιακή ιστορία, φυσική ομορφιά, που περιλαμβάνει από τις πηγές του Αχέροντα, έως έναν υγροβιότοπο εθνικό πάρκο και διατηρεί ακόμα αυθεντικότητα στην εμπειρία;
Ποιες οι προτεραιότητες των φορέων που διαχειρίζονται αυτόν τον τόπο; Να αναγνωρίσουν και να αναδείξουν κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία. Και να εκτιμήσουν τη σύνθεσή τους. Ολα αυτά θα πρέπει να καλλιεργηθούν καταρχάς στους εμπλεκόμενους με τον τόπο και τον τουρισμό, για να περάσουν σαν προϊόν στην αγορά και στη συνέχεια σαν εμπειρία στον επισκέπτη.
Η ταυτότητα ενός προορισμού δεν ετεροπροσδιορίζεται. Προσδιορίζεται από το «είναι» του. Με συγκεκριμένη ταυτότητα και στόχο. Τα Ζαγοροχώρια το κατάφεραν.
Χρειάζεται λοιπόν προετοιμασία για το ποιο είναι αυτό το προϊόν, πού στοχεύει, πώς αναπτύσσεται και τι φιλοδοξεί να κερδίσει – ολιστικά – μέσω της έκθεσής του. Με έναν τρόπο, το ίδιο το προϊόν επιλέγει την πελατεία του. Διαμορφώνοντας μια ταυτότητα που βρίσκει τους αντίστοιχους αποδέκτες.
Και αυτή η διαδικασία δεσμεύει την Πολιτεία, την Περιφέρεια, τον Δήμο, τους φορείς και όσους εμπλέκονται, για το πώς θα καλλιεργήσουν την κουλτούρα της ανάπτυξης. Ειδικά σε μία εποχή που κάθε αυτοματισμός ή μανιέρα στον τουρισμό έχει αναιρεθεί από τις υγειονομικές απαιτήσεις. Αλλά και τα ζητούμενα του σύγχρονου ταξιδιώτη, ο οποίος εξακολουθεί να επιθυμεί την αυθεντική εμπειρία. Οι τουριστικές εκθέσεις και τα φυλλάδια ανήκουν στο παρελθόν.
Είναι η αυθεντική εμπειρία που οφείλει να προσφέρει ένας προορισμός, αν θέλει να έχει διακριτή παρουσία και διάρκεια στον χρόνο, με βιωσιμότητα. Αυτή πρέπει και να προστατεύσει.
Δεν είναι ανάγκη να τη χάσει, για να κερδίσει ευκαιριακά και να την αναζητήσει μετά.
Στόχος δεν πρέπει να είναι το «πάρε κόσμε».