Δεν μιλάμε εύκολα για κάποια πράγματα, δεν βγαίνουν οι λέξεις. Ενα από αυτά είναι και η αποβολή. Ενα πένθος ιδιαίτερης μορφής, που το έχουν χαρακτηρίσει και «unspeakable loss», δηλαδή μια μορφή απώλειας που την επικοινωνείς και τη μοιράζεσαι με δυσκολία. Ετσι είναι. Πώς να μιλήσεις για ένα ον που ο χρόνος του τέλειωσε πριν ξεκινήσει να μετράει; Πώς να περιγράψεις το βίωμα τού να χάνεις ένα παιδί που δεν πρόλαβες να γνωρίσεις;
Αρκετά συχνά, όμως, το ότι δεν μιλάμε για την αποβολή συμβαίνει για τους λάθος λόγους. Οι οποίοι πηγάζουν από τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινωνία το θέμα: «Θα ξαναμείνεις έγκυος» ή «νέα είσαι, θα κάνεις άλλο» ή «μεγάλη είσαι, ήταν αναμενόμενο» ή «δεν είχε προχωρήσει πολύ η κύηση, ευτυχώς», είναι μερικές συνηθισμένες απαντήσεις που δίνουμε, ως παρηγοριά, σε μια γυναίκα που απέβαλε.
Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιου είδους αντιμετώπιση μόνο παρηγοριά δεν προσφέρει στις γυναίκες που πενθούν ένα μωρό που δεν θα γεννηθεί ποτέ. Τις στιγμές του πένθους, θες απλώς κάποιον να σε ακούσει και να σου προσφέρει έναν ώμο να κλάψεις. Θες χρόνο και χώρο, κατανόηση και τρυφερότητα, έτσι; Δεν θέλεις εξηγήσεις, ούτε ευθύνες να φορτώνονται πάνω σου, ούτε προσδοκίες για το τι θα κάνεις στο μέλλον.
Είναι ταμπού η αποβολή; Ναι, είναι. Εμείς τη μετατρέπουμε σε ταμπού με την άκυρη αντιμετώπισή μας. Η οποία τελικά επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τη γυναίκα που το περνάει και τη βυθίζει στην εσωστρέφεια. Και σε μια βασανιστική μυστικοπάθεια, που δεν επιτρέπει να εξωτερικευθούν ούτε συναισθήματα ούτε συμβάντα. Σαν να συμβαίνει σ’ εμάς και σε κανέναν άλλο. Και σαν να είμαστε προβληματικές που μας συμβαίνει.
Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει σε πάρα πολλές, στις περισσότερες. Η μία στις δέκα, κατά προσέγγιση, κυήσεις, δεν ολοκληρώνεται. Επομένως, δεν είσαι η εξαίρεση αν αποβάλεις, μάλλον είσαι ο κανόνας. Είναι σύνηθες, είναι φυσιολογικό. Επώδυνο μεν, κομμάτι της ζωής δε. Κι έτσι πρέπει να μάθουμε να το βλέπουμε. Γιατί να νιώθουμε περίεργα να μιλήσουμε για κάτι τόσο συχνό και φυσιολογικό; Και γιατί να κουκουλώνουμε το συναίσθημα που μας προκαλεί; Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει.
Είναι ακριβώς αυτό που είπε η Μέγκαν Μαρκλ, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times, προ ολίγων ημερών, στο οποίο περιγράφει την αποβολή που είχε το καλοκαίρι που μας πέρασε: «Μέσα στον πόνο για την απώλειά μας, ο σύζυγός μου και εγώ ανακαλύψαμε πως σε μια αίθουσα με 100 γυναίκες, 10 έως 20 από αυτές θα υπέφεραν από μια αποβολή. Κι όμως, παρά τη συγκλονιστική ομοιότητα αυτού του πόνου, η συζήτηση παραμένει ταμπού γεμάτη (αδικαιολόγητη) ντροπή και διαιωνίζει έναν κύκλο μοναχικού πένθους».
Το ίδιο, με άλλα λόγια, είχε πει και η Μισέλ Ομπάμα, πριν από λίγα χρόνια, όταν μίλησε για τη δική της εμπειρία αποβολής: «Αισθάνθηκα χαμένη και μόνη και ένιωσα σαν να είχα αποτύχει. Δεν ήξερα πόσο συνήθεις είναι οι αποβολές, γιατί δεν μιλάμε για αυτές. Καθόμαστε με τον πόνο μας και σκεφτόμαστε ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε σπάσει».
Πολλές διάσημες γυναίκες έχουν μιλήσει ανοιχτά για το θέμα. Η Μπιγιονσέ, η Κίρστι Αλεϊ, η Νικόλ Κίντμαν, η Μαράια Κάρεϊ, αλλά και αρκετές γνωστές Ελληνίδες, όπως η Σίσσυ Χρηστίδου, η Ελενα Ασημακοπούλου και η Σάντυ Κουτσοσταμάτη επέλεξαν να μην ακολουθήσουν τον δρόμο της σιωπής, αλλά να εκφράσουν το βίωμα και το συναίσθημα που τους προκάλεσε. Και είναι σπουδαίο που το έκαναν, γιατί έτσι δίνουν ένα μήνυμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το οποίο απλώνεται σε ακόμα πιο ευρύ, λόγω της αναγνωρισιμότητάς τους, κοινό.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της Μέγκαν Μαρκλ, το μήνυμα που δόθηκε έχει και μια ακόμη σπουδαία παράμετρο. Είναι η γυναίκα ενός πρίγκιπα. Μπορεί η ίδια και ο άνδρας της να απομακρύνθηκαν από το παλάτι, αλλά το παλάτι τους ακολουθεί. Είναι ο πρίγκιπας Χάρι και η δούκισσα του Σάσεξ. Αν το να μιλήσει για την αποβολή της είναι για κάποια γυναίκα ταμπού, για ένα μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας είναι δύο φορές ταμπού. Είναι σχεδόν απαγορευτικό, θα έλεγε κανείς.
Η Μέγκαν Μαρκλ, όμως, το έκανε. Εφερε το θέμα στη φυσιολογική του διάσταση και του έδωσε τη γήινη απόχρωση που του ταιριάζει. Το ότι είναι η δούκισσα του Σάσεξ, ξαφνικά ακούστηκε σαν περιττή λεπτομέρεια. Κι αυτό είναι υπέροχο.
ΥΓ. Τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, πάλι, δήλωσαν μετά το άρθρο της Μέγκαν Μαρκλ περί αποβολής ότι «είναι ένα βαθιά προσωπικό ζήτημα, το οποίο δεν θα σχολιάσουμε». Επανέφεραν δηλαδή το θέμα στη διάσταση που το έχουμε συνηθίσει: της εσωστρέφειας και της προκατάληψης.