Απόψεις

Η αντιδυτική έξαρση του Ερντογάν

Η τουρκική κοινωνία έχει διακριτά, έντονα και εν τέλει εγγενή αντιδυτικά αντανακλαστικά, τα οποία αμφότεροι οι υποψήφιοι για την προεδρία σπεύδουν να ενεργοποιήσουν. Και αν οι Κούρδοι είναι η μία μεταβλητή που ενδεχομένως θα κρίνει την έκβαση των εκλογών, η δεύτερη μεταβλητή είναι το εθνικιστικό ακροατήριο
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Η δυσχερής, γεμάτη εμπόδια, αλλά και με αβέβαιο τέλος διαδικασία επαναπροσέγγισης της Δύσης με την Τουρκία βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και πολλούς μήνες. Πρωταγωνίστρια είναι η Ουάσινγκτον – καθώς η αμερικανική διπλωματία είναι αυτή που, για μια σειρά από λόγους, βιάζεται να φτάσει σε χειροπιαστές συγκλίσεις με την Αγκυρα. Η υπόθεση έλαβε ιδιαίτερη δυναμική μετά τους φονικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, με αμφότερες τις πλευρές να σπεύδουν, η κάθε μία λόγω των δικών της προτεραιοτήτων, να κεφαλαιοποιήσουν την έκτακτη συγκυρία.

Για μεν τους Τούρκους ήταν ο δρόμος της ανάγκης αυτός που τους οδήγησε στον κατευνασμό των αντιδυτικών παθών – όταν έχεις ανάγκη τουλάχιστον 50 δισ. δολάρια για την ανοικοδόμηση της χώρας δεν πετάς πέτρες σε αυτούς που θα μπορούσαν να στα δώσουν. Για δε τους Αμερικανούς –αλλά και τους Ευρωπαίους σε δεύτερο βαθμό– ήταν μια καλή ευκαιρία να εργαλειοποιήσουν τη βοήθεια που χρειάζεται ο τουρκικός λαός προκειμένου να εκμαιεύσουν τη στροφή του Ερντογάν σε μια σειρά από ζητήματα: Ξεκινώντας από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και φθάνοντας έως την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το πλαίσιο, συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες τα πρώτα 7 δισ. για την Τουρκία, γεγονός που εκ των πραγμάτων απάλειψε τον αντιδυτικό τόνο από την υψηλόβαθμη τουρκική ρητορική.

Ολο αυτό, όμως, κράτησε για λίγο. Μια συνάντηση του αμερικανού πρεσβευτή στην Αγκυρα με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, στις 4 Απριλίου, αρκούσε για να απασφαλίσει ο Ερντογάν. Δεν είχαν συμπληρωθεί καν δύο μήνες από τους σεισμούς και αυτή η συνάντηση –απολύτως προβλεπόμενη θεσμικά– ήταν απλώς η αφορμή.

Ευρισκόμενος μπροστά στη μητέρα όλων των μαχών, τις εκλογές που μπορεί 21 χρόνια μετά να του κοστίσουν τον θρόνο του στο Ακ Σαράι, ο τούρκος πρόεδρος ξεκίνησε έκτοτε ακόμα μία συντονισμένη προπαγάνδα εσωτερικού κατά της Δύσης. Και όσο περνούν οι μέρες ο Ερντογάν ανεβάζει όλο και περισσότερο τους τόνους. Την περασμένη Τρίτη, από το Αφιόν Καραχισάρ, μια πόλη με ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τους Τούρκους, ο Ερντογάν κήρυξε έναν «αντιμπεριαλιστικό αγώνα». Στο στόχαστρο οι «ξένοι» που επιβουλεύονται το μέλλον του «λαού του».

Ακόμα και σήμερα η Τουρκία πάσχει από το σύνδρομο των Σεβρών – την κατάτμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με πρωτοβουλία της Αντάντ. Το εθνικιστικό ακροατήριο τέμνει οριζοντίως τον τουρκικό λαό. Είτε πρόκειται για ισλαμιστές, είτε για κεμαλικούς, ο παρονομαστής είναι ο ίδιος. Η τουρκική κοινωνία έχει διακριτά, έντονα και εν τέλει εγγενή αντιδυτικά αντανακλαστικά, τα οποία αμφότεροι οι υποψήφιοι για την προεδρία σπεύδουν να ενεργοποιήσουν. Και αν οι Κούρδοι είναι η μία μεταβλητή που ενδεχομένως θα κρίνει την έκβαση των εκλογών, η δεύτερη μεταβλητή είναι το εθνικιστικό ακροατήριο, το οποίο «παίζει» μεταξύ Ερντογάν – Μπαχτσελί από τη μία, και Κιλιτσντάρογλου – Ακσενέρ.

Μπορεί λίγο καιρό πριν ο τούρκος πρόεδρος να ισχυριζόταν ότι η προεκλογική ατζέντα του είναι μονοθεματική και προσανατολισμένη αμιγώς στην ανασυγκρότηση ειδικά των επαρχιών και γενικότερα της οικονομίας, όσο όμως πλησιάζουμε στην 14η Μαΐου τα ζητήματα ταυτότητας θα λαμβάνουν όλο και πιο ψηλά τη θέση τους στην προεκλογική αντιπαράθεση. Ανέκαθεν, άλλωστε, αυτά ήταν μία από τις κυρίαρχες προτεραιότητες των Τούρκων.

Η Δύση και δη οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να σηκώσουν το γάντι και να αντιπαρατεθούν ευθέως με τον Ερντογάν – γνωρίζουν ότι η ρητορική του υπηρετεί τις ανάγκες της συγκυρίας. Ούτως ή άλλως, μπορεί οι δύο πλευρές να απέχουν ακόμα παρασάγγας, με κυριότερη αιχμή τη ρωσο-τουρκική προσέγγιση, αλλά η Αγκυρα έχει δώσει ήδη δείγματα ευκρινέστερης γραφής, με σημαντικότερη κίνηση την υπερψήφισης της εισόδου της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την Ελλάδα, η οποία κατεξοχήν συμπεριλαμβάνεται στην αντιδυτική-αντιμπεριαλιστική προπαγάνδα, ως η χώρα-υποχείριο των ξένων, που το 1919 έσπευσε να καταλάβει την Ιωνία και από το 2022 και μετά συμμετέχει από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην «περικύκλωση» της τουρκικής ενδοχώρας.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η Αθήνα αγκομαχάει για να μη σηκώσει το γάντι απέναντι στη σαφέστατη επαναφορά της τουρκικής αναθεωρητικής ατζέντας στον δημόσιο διάλογο. Το σκεπτικό είναι πως πλέον δεν έχει σημασία τι γίνεται προεκλογικά. Σημασία έχει τι θα γίνει στην Τουρκία μετά τις κάλπες.

Οι πρωτεύουσες και οι ξένες πρεσβείες στην Αγκυρα κρατούν την ανάσα τους. Μια μετεκλογικά ασταθής ή, ακόμα χειρότερα, συγκρουσιακή στο εσωτερικό της Τουρκία θα χρήζει ιδιαίτερης και προσεκτικής διαχείρισης. Διότι τότε είναι που είτε ο Ερντογάν είτε ο Κιλιτσντάρογλου θα βάλουν στην άκρη τις μετασεισμικές ανάγκες, καθώς θα αναζητούν τη συγκολλητική ουσία που θα νομιμοποιήσει την εξουσία τους. Και τότε ο αντιδυτικισμός, μαζί και, ακόμα χειρότερα, ο ανθελληνισμός, δεν θα είναι απλώς προεκλογικά πυροτεχνήματα, αλλά δομικές επιλογές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.