«Νιώθω σα να πέθανε δικός μου άνθρωπος»
Με τη συγκεκριμένη φράση ξεκινούν ένα σωρό από τις αναρτήσεις που αποχαιρετούν την Αννα Παναγιωτοπούλου, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 4 Μαΐου, σε ηλικία 76 ετών.
Την αγάπησες σα δικό σου άνθρωπο, όχι ασφαλώς την ίδια, την Αννα δεν την ξέρεις καθόλου. Και μπορεί, αν τη γνώριζες, να την αντιπαθούσες κιόλας. Τη Μαντάμ Σουσού αγαπάς, την Όλγα Χαρίτου και τη Χριστίνα Μαρκάτου, τις γυναίκες που γεννήθηκαν μέσα από την πένα καλών σεναριογράφων και συγγραφέων και ντύθηκαν με το υποκριτικό ταπεραμέντο αυτής της ηθοποιού, σε μια οθόνη που μπορούσε ακόμη να αφήνει το αποτύπωμα της στη συνείδηση των θεατών.
Η Αννα Παναγιωτοπούλου ήταν κομμάτι μιας εποχής της τηλεόρασης που έπλαθε ήρωες που δεν απομυθοποιούνταν εύκολα και άντεχαν στο χρόνο. Φιγούρες τόσο ανθεκτικές, που επανερχόμαστε ακόμα και σήμερα σε αυτές, μιλάμε με τις ατάκες τους και βλέπουμε ξανά και ξανά στιγμιότυπα τους στο διαδίκτυο.
Ήταν μια κατάκτηση της τηλεοπτικής κωμωδίας της εποχής, εν προκειμένω, το γεγονός ότι κατάφερε να δώσει τόσο πετυχημένες κωμικές περσόνες, οι οποίες διατρέχουν τον χρόνο χωρίς να χάνουν την αίγλη τους. Ήταν τόσο πρωτοποριακές, άραγε, γι’ αυτό αντέχουν; Στα σημεία τους, ήταν σίγουρα.
Η Χριστίνα Μαρκάτου, για παράδειγμα, η κεντρική ηρωίδα της σειράς «Dolce Vita», σε σενάριο Αλέξανδρου Ρήγα και Λευτέρη Παπαπέτρου, έσπασε επί της οθόνης ένα στερεότυπο. Τον έρωτα μιας γυναίκας με μικρότερο άνδρα. Δεν τον έσπασε, ασφαλώς, τη δεκαετία του πενήντα, το σήριαλ μεταδόθηκε το ενενήντα. Αλλά η εποχή δεν ήταν ακόμα και τόσο ανεκτική σ’ αυτά, όχι τουλάχιστον όσο είναι σήμερα.
Η σειρά έδειξε έναν τέτοιο έρωτα μέσα σε μια απολαυστική συνθήκη ρομαντικής κομεντί με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, χωρίς καθόλου να τον κοροϊδέψει. Αντιθέτως, τον έκανε προσφιλή, μεταδίδοντας στο κοινό, με όχημα την κωμωδία, μια συμπάθεια για τους ήρωες και ό, τι ζούσαν. Τους κατανοούσες, ερχόσουν κοντά τους. Είναι αυτή η διαδικασία που σε κάνει, όταν οι ηθοποιοί πίσω από τους ήρωες πεθαίνουν, να νιώθεις σα να χάνεις δικό σου άνθρωπο.
Ασφαλώς, η Άννα Παναγιωτοπούλου δεν ήταν μόνο οι τηλεοπτικοί της ρόλοι. Είχε μια πορεία στο θέατρο που την έφερε σ’ αυτούς. Προτού κερδίσει το κοινό της μικρής οθόνης, είχε κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα. Να ανανεώσει το επιθεωρησιακό θέατρο. Συνοδοιπόρος της ο Σταμάτης Φασουλής, ο συμμαθητής της στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο και η ίδια φοίτησε, επιστρέφοντας κρυφά από την Ελβετία, όπου οι μεγαλοαστοί γονείς της, την είχαν στείλει για σπουδές.
Μετά τη σχολή ήρθε το Ελεύθερο Θέατρο (μετονομάστηκε σε Ελεύθερη Σκηνή) και ένα ρεπερτόριο που περιλάμβανε από Μπρεχτ μέχρι Χουρμούζη. Η στέγη τους ήταν για πολλά χρόνια η σκηνή του Aλσους Παγκρατίου και η Aννα Παναγιωτοπούλου δεν ήταν απλώς μια ηθοποιός σε όλο αυτό το, σπουδαίο, καλλιτεχνικό δημιούργημα. Hταν και η πένα πίσω από τα κείμενα. Ήταν ο νους πίσω από τα σκετς.
Αυτή η πορεία της δεν είναι ευρέως γνωστή. Οι πολλοί ξέρουν τις ατάκες και τους ρόλους της στο γυαλί, αλλά αγνοούν τα προηγούμενα. Είναι, ωστόσο, ακριβώς αυτά που δικαιολογούν τη δυναμική αυτής της γυναίκας. Δεν ήταν μόνο καλή ηθοποιός και μια ικανή κωμικός, ήταν δημιουργός, ήταν συγγραφέας. Έβαζε μέσα στην φύσει κωμωδία, τη θέσει κωμωδία. Το έβλεπες στον τρόπο που χειριζόταν το κείμενο, στον τρόπο που το απέδιδε.
Πώς να μη μείνουν ατάκες στο χρόνο, όταν ο ηθοποιός τις ντύνει με τόση αλήθεια; Και πώς να μη νιώθεις την Aννα σα δικό σου άνθρωπο, όταν σε έχει κεράσει τόση αλήθεια;
ΥΓ. Ξέρετε ποιο είναι το μαγικό μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Σε λίγο καιρό ξεχνάς ότι έχουν πεθάνει. Τους νιώθεις ζωντανούς, ξανά, δίπλα σου, όταν εκεί που κάθεσαι λες μια ατάκα του ρόλου τους στην παρέα.