Η Αννα Διαμαντοπούλου εγκατέλειψε το «ποίημα», τα κλισέ και τις φράσεις από το «συρτάρι» | Intimenews / CreativeProtagon
Απόψεις

Η Αννα που ξαφνιάζει

Στο debate κάποιοι ανταποκρίθηκαν μέσα στα αναμενόμενα πλαίσια. Επαναλαμβάνοντας τοποθετήσεις σε γνώριμο ύφος. Κάποιοι άλλοι ξεγύμνωσαν την ανεπάρκειά τους. Αερολογώντας για 1,5 λεπτό, για να κλείσουν με μια από τις φράσεις της «δεξαμενής». Εκτός από έναν
Χριστίνα Πουτέτση

Το στήσιμο. Το μειδίαμα. Το βλέμμα στην κάμερα. Ωσπου να γίνει η ερώτηση.

Τότε ξεκινά το «ποίημα». Αυτό που λίγο – πολύ ξέρεις ότι θα ακούσεις. Μια σύνθεση λέξεων, θέσεων και επιχειρημάτων από την κομματική φαρέτρα.

Οποια κι αν είναι αυτή.

Η διατύπωση μπορεί να ποικίλλει. Να είναι περιφραστική ή λιτή, ανάλογα με τη δεινότητα του πολιτικού.

Όμως όλα όσα ακούγονται είναι γνώριμα. Φορεμένα και φθαρμένα. Ξύλινα και παρωχημένα. Ή ακόμα χειρότερα, ουτοπικά.

Αερολογίες που δεν έχουν καμία ρεαλιστική βάση, αλλά περίσσεια σε στόμφο. Όλα είναι ερμηνεία. Ας λες ό,τι να ‘ ναι.

Ας μην τους αδικούμε. Οι περισσότεροι έχουν γαλουχηθεί σε αυτή τη διάδραση. Απευθυνόμενοι σε ένα ακροατήριο που περιμένει το ανέβασμα της φωνής και την παύση για να χειροκροτήσει. Που ακούει για περασμένες δόξες και για μελλοντικούς θριάμβους και εμπνέεται. Ακόμα και αν του διαφεύγει ή σύνδεσή τους με το παρόν και την πραγματικότητα.

«Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό», «όπως καταλαβαίνετε, αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό», «ο ιδρυτής της παράταξης», «οπωσδήποτε θα πρέπει να δούμε πώς μπορεί να βρεθεί λύση», είναι φράσεις οι οποίες διανθίζουν τον λόγο των πολιτικών, ως απάντηση σε μια οποιαδήποτε ερώτηση κρίσεως. Συμπληρώνοντας μια μακρά εισαγωγή γενικού ενδιαφέροντος.

Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε από αρκετούς υποψήφιους κατά το debate για την ανάδειξη προέδρου του ΠΑΣΟΚ, το οποίο διεξήγαγε με επαγγελματισμό, δεοντολογία και ακρίβεια η κρατική τηλεόραση.

Για πρώτη φορά άλλωστε, ένα debate έξι πολιτικών, με διάρκεια τρεις ώρες, δεν πέρασε απαρατήρητο, ύστερα από τα πρώτα 15 λεπτά. Και ήταν σε μεγάλο βαθμό η ακρίβεια στους χρόνους και η ζωντάνια των απευθείας ανταπαντήσεων, στοιχεία που βοήθησαν σε αυτό.

Γιατί ανέδειξαν τις ικανότητες του κάθε υποψηφίου να ανταποκριθεί στην ουσία του debate. Στη διατύπωση θέσεων, πολιτικών και οράματος. Και στο ξεδίπλωμα της πολιτικής φυσιογνωμίας του. Χωρίς μπαλκόνια, καφενεία και μονολόγους. Τα «ευκολάκια».

Κάποιοι ανταποκρίθηκαν, στα αναμενόμενα πλαίσια. Επαναλαμβάνοντας τοποθετήσεις σε γνώριμο ύφος. Κάποιοι άλλοι ξεγύμνωσαν την ανεπάρκειά τους. Αερολογώντας για 1,5 λεπτό και αφήνοντας 20 δευτερόλεπτα για να κλείσουν με μια από τις φράσεις της «δεξαμενής». Ενίοτε και με ένα «καρφί».

Ένα ακόμα πινγκ – πονγκ στο ίδιο ταμπλό.

Ωσπου ένας μας ξάφνιασε.

Η Αννα Διαμαντοπούλου εγκατέλειψε το «ποίημα», τα κλισέ και τις φράσεις από το «συρτάρι».

Μίλησε όχι ως πολιτικός, ή μάλλον όχι ως ο πολιτικός που έχουμε συνηθίσει. Μίλησε ως ένας άνθρωπος – πέρα από έναν κομματικό σωλήνα – που έχει ευρεία και βαθιά γνώση των θεμάτων τα οποία καλείται να χειριστεί, αλλά και του διεθνούς σκηνικού και πρακτικών. Ταυτόχρονα έχοντας το πολιτικό κριτήριο για την ιεράρχηση και την αντιμετώπισή τους.

Ξάφνιασε, γιατί σε κάθε απάντηση έφευγε από το αναμενόμενο και πήγαινε ένα βήμα παρακάτω. Με πρόταση, με επιστημονικό υπόβαθρο, με ρεαλιστικό πλαίσιο.

Και με τη σιγουριά που δίνει η εμπειρία και η αυτογνωσία. Όχι η αμετροέπεια και η φιλοδοξία.

Χωρίς εντάσεις για να προσπαθεί να πείσει. Με την ηρεμία της γνώσης. Δύο λεπτά ουσιαστικού, κατανοητού, αλλά καθόλου απλοϊκού λόγου. Δύο λεπτά με χρήσιμο περιεχόμενο. Για όσους μπορούν να το εκτιμήσουν.

Χωρίς ερμηνεία υποβοηθούμενη από την υποκριτική τέχνη.

Και χωρίς την ανάγκη να «κολλήσει» πουθενά, το απωθητικό πλέον, όποτε χρησιμοποιείται ως επιχείρημα – αυτοσκοπός: «Στηρίξτε με γιατί είμαι γυναίκα».

Ευτυχώς που η Αννα μας ξαφνιάζει.