| CreativeProtagon
Απόψεις

Η ανευθυνότητα της απλής αναλογικής

Η πολιτική και οι πολιτικοί πρέπει να προβλέπουν, όχι να κυνηγάνε τις εξελίξεις. Εδώ κάνουμε το αντίθετο. Συνήθως, λένε πολλοί, το «σύστημα βρίσκει λύσεις». Πράγματι, μπορεί να είναι έτσι, αλλά ποιος θα ήθελε να δει σε αυτή τη συγκυρία την Ελλάδα, είτε να οδηγείται σε τρίτες κάλπες, είτε να παραπαίει σε μια αέναη διαπραγμάτευση για υπουργικές καρέκλες;
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Είναι, πράγματι, πάγια θέση της Αριστεράς η απλή αναλογική. «Απλή και άδολη» την έλεγαν οι παλαιότεροι, όταν στους εκλογικούς νόμους της δεν συμπεριλαμβανόταν το κατώφλι του 3% για την είσοδο στη Βουλή. Γιατί ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ την απλή αναλογική; Hταν μόνο θέμα ιδεολογίας; Αφενός, έπρεπε να κάνει και κάτι «αριστερό», σε μια θητεία γεμάτη από μνημονιακές επιταγές. Αφετέρου, στην Κουμουνδούρου γνώριζαν ότι πολύ δύσκολα θα έφταναν τον πήχυ της αυτοδυναμίας. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ οριακά ξεπέρασε το 36%.

Αναζητώντας ιστορικά παραδείγματα, η απλή αναλογική εφαρμοζόταν σε εξαιρετικά ειδικές περιπτώσεις, όταν η χώρα έβγαινε από καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και οι συμμετέχοντες στο πολιτικό παίγνιο έπρεπε να μετρήσουν τις δυνάμεις τους επί ίσοις όροις. Ετσι έγινε το 1946, λίγους μήνες μετά τα Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μέρες πριν από το ξέσπασμα του Εμφυλίου. Είχαν μεσολαβήσει δέκα χρόνια από τις τελευταίες εκλογές, αυτές του 1936.

Μπορεί το 1946 να κυριάρχησαν οι συντηρητικές δυνάμεις, αλλά έως το τέλος του 1949 σχηματίστηκαν 10 κυβερνήσεις. Αλλά και οι εκλογές του 1950 έγιναν με απλή αναλογική, καθώς η λήξη του Εμφυλίου επέτασσε την πλήρη αποτύπωση της επιρροής των κομμάτων. Κυριάρχησε, μεν, το πολυδιασπασμένο Κέντρο, αλλά η περίοδος έως το 1951 ήταν μια από τις ασταθέστερες της σύγχρονης Ιστορίας, με αλλεπάλληλες ανατροπές και ορκωμοσίες αντίστοιχων κυβερνήσεων.

Ημασταν το 2016, όταν ψηφίστηκε η απλή αναλογική, σε κλίμα 1946 ή 1950; Προφανώς όχι. Αντιθέτως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι την εποχή εκείνη παγιωνόταν ο αποκαλούμενος νέος δικομματισμός, ο οποίος τρέφεται από συστήματα ενισχυμένης αναλογικής. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε σφοδρή κριτική με κύριο επιχείρημα τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της χώρας και δη της οικονομίας, σε μια περίοδο που τελείωναν τα μνημόνια και το διακύβευμα της ανάπτυξης ήταν σχεδόν κοινό για τα δύο κόμματα εξουσίας. Ποιος, λοιπόν, θα ήθελε να μπλέξει με προγραμματικές συμφωνίες και κυβερνήσεις εξαρτώμενες από τις τοπικές ή άλλες προτεραιότητες 2-3 βουλευτών;

Σιγά-σιγά όμως η αξιοπιστία της κυβέρνησης Μητσοτάκη άρχισε να ροκανίζεται. Μαζί και οι επιδόσεις της. Η μία κρίση διαδεχόταν την άλλη. Και ύστερα ήρθε το πιο τραγικό δυστύχημα της Μεταπολίτευσης στα Τέμπη. Και η αποδοχή του πολιτικού συστήματος –και δη των δυνατών– μπήκε θέλοντας και μη σε ένα καθοδικό σπιράλ. Ενδεχομένως, πριν από τα Τέμπη να μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι θα ήταν δυνατό να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας, για παράδειγμα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ακόμα και μετά την «πρώτη» κάλπη. Τώρα, όμως, βρισκόμαστε σε άλλη σελίδα, καθώς, αν πράγματι επιβεβαιωθεί η αποσυσπείρωση του δικομματισμού, τότε θα είναι δύσκολο να βγει κυβέρνηση ακόμα και από τη «δεύτερη» κάλπη.

Ως συνήθως, ο τρίτος πόλος, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, θα πιεστεί μεταξύ των δύο αναμετρήσεων, ενώ την ίδια ώρα ο πρόεδρός του αναζητεί πολιτικά πρόσωπα πλην Μητσοτάκη – Τσίπρα για να αναλάβουν την πρωθυπουργία. Αν, λοιπόν, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ βρεθούν συνολικά κάτω από το 70%, τότε θα απαιτείται σύμπραξη τριών κομμάτων. Ακόμα κι αν πετύχει η διαπραγμάτευση, το μέλλον της αυτής σύμπραξης θα είναι παραπάνω από θολό, καθώς είναι γνωστό ότι η συνεργατική ωριμότητα είναι κάτι που δεν μας περισσεύει στην Ελλάδα.

Στον αντίποδα, υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα συνεργατικών σχημάτων, από το 2012 έως και το 2019. Τα σχήματα αυτά, όμως, θα μπορούσαν σε ευρεία έννοια να χαρακτηριστούν ειδικού σκοπού, κάθε ένα για διαφορετικούς λόγους. Η πραγματικότητα σήμερα είναι άλλη. Η κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος διασταυρώνεται με εκλογές απλής αναλογικής. Συνδυασμός που σκοτώνει, ειδικά αν στην εξίσωση προσθέσουμε ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι πολυεπίπεδες επιπτώσεις τους μαίνονται, η Δύση βρίσκεται ενόψει ύφεσης, το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ κλονίζεται και η αντιπαράθεση Ουάσινγκτον – Πεκίνου υποκρύπτει σειρά συστημικών κινδύνων.

Η πολιτική και οι πολιτικοί πρέπει να προβλέπουν, όχι να κυνηγάνε τις εξελίξεις. Εδώ κάνουμε το αντίθετο. Συνήθως, λένε πολλοί, το «σύστημα βρίσκει λύσεις». Πράγματι, μπορεί να είναι έτσι, αλλά ποιος θα ήθελε να δει σε αυτή τη συγκυρία την Ελλάδα, είτε να οδηγείται σε τρίτες κάλπες, είτε να παραπαίει σε μια αέναη διαπραγμάτευση, πρώτα για τις υπουργικές καρέκλες και μετά για τον τάδε ή τον δείνα νόμο;