Ανάσταση στη Μονή Βλατάδων, στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς πολλά φιλιά και αγκαλιές, με τη μάσκα να κατεβαίνει δειλά και στιγμιαία για ένα πεταχτό φιλί προς τα μέλη της οικογενειακής μας «φούσκας» | SOOC / Konstantinos Tsakalidis
Απόψεις

Η Ανάσταση όπως έπρεπε να γίνεται

Δεν ξέρω αν ήταν η ιδέα μου, αλλά είδα τους ανθρώπους πιο ήσυχους, ίσως και πιο μαλακούς, πιο ευγενικούς. Με έναν ελαφρύ φόβο έναντι του συνωστισμού, μία αυτοσυγκράτηση που έμοιαζε με ευλάβεια. Ναι, δεν πήγαμε στο χωριό. Εντάξει, υπάρχουν τόσα πράγματα γύρω μας που μας θυμίζουν ότι έχουμε το χωριό στην πόλη
Κώστας Γιαννακίδης

Μια χαρά ήταν αυτό το Πάσχα. Ησυχο, ζεστό και με μία ιδιαίτερη αισθητική εκδοχή της κατάνυξης. Πότε, άλλωστε, θα ξαναδούμε αυτό το θέαμα με χιλιάδες μασκοφόρους να κρατούν αναμμένα κεριά; Χωρίς πολλά φιλιά και αγκαλιές, με τη μάσκα να κατεβαίνει δειλά και στιγμιαία για ένα πεταχτό φιλί προς τα μέλη της οικογενειακής μας «φούσκας». Και οι ευχές να βγαίνουν ελαφρώς μπάσες πίσω από το πανί, τα χαμόγελα να δηλώνονται, αλλά να μη φαίνονται. Ηταν μία Ανάσταση σαν την περσινή. Αξέχαστη.

Δεν ξέρω αν ήταν η ιδέα μου, αλλά στο σύντομο πέρασμά μου από τον χώρο πέριξ του ναού, είδα τους ανθρώπους πιο ήσυχους, ίσως και πιο μαλακούς, πιο ευγενικούς. Με έναν ελαφρύ φόβο έναντι του συνωστισμού, μία αυτοσυγκράτηση που έμοιαζε με ευλάβεια. Ναι, δεν πήγαμε στο χωριό. Εντάξει, υπάρχουν τόσα πράγματα γύρω μας που μας θυμίζουν ότι έχουμε το χωριό στην πόλη, δεν χάλασε και ο κόσμος.

Και όλα είχαν ένα μέτρο που συνήθως απουσιάζει. Το Αγιο Φως έφτασε σεμνά, χωρίς κόκκινο χαλί και αγήματα. Και αυτή η συνθήκη που ευδοκιμεί κάπου ανάμεσα στο έθιμο και στην ψευδαίσθηση μας έδειξε φέτος ότι η υπερβολή, ενίοτε και το κιτς, δεν της πρέπει. Ολα έγιναν νωρίς, λες και χρειάστηκαν μερικοί αιώνες για να βρούμε τη σωστή ώρα. Το «Αλίμονο στους νέους» προβλήθηκε νωρίς το απόγευμα, ίσως για πρώτη φορά με φως πίσω από τις κουρτίνες του καθιστικού. Και εκεί, λίγο μετά τη δύση του ηλίου άρχισαν οι άνθρωποι να μαζεύονται στις εκκλησίες. Με την Ανάσταση στις 9 το βράδυ ήταν σαν το θείο να παίρνει ανθρώπινα μέτρα, να κάνει έναν απαραίτητο συμβιβασμό αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των συνθηκών. Και μάθαμε, τελικά, ότι έτσι είναι καλύτερα. Στις δέκα παρά κάτι ήταν όλοι στρωμένοι στο τραπέζι. Νωρίς. Ανθρώπινα. Είναι άλλο να τρως το καταπέτασμα στα μαύρα μεσάνυχτα και άλλο νωρίτερα. Παίρνεις τον χρόνο σου να πέσεις για ύπνο σαν άνθρωπος, όχι σαν πέτρα που βουλιάζει στον αγχωτικό λήθαργο της δυσπεψίας. Μπορεί να μην ευφραίνεται πλήρως η ψυχή, αλλά έστω για μία χρονιά ησύχασε το στομάχι και παρηγορήθηκε το έντερο, απορροφώντας δια της μαγειρίτσας τα έντερα του οβελία.

Με τους δρόμους χωρίς κίνηση, δίχως τους γκαζιάρηδες που αφού ντερλίκωσαν και ήπιαν τα πρώτα ποτήρια ξεκίνησαν για τα μπουζούκια. Πέσαμε και ένα Πάσχα νωρίς στο κρεβάτι. Ακόμα και αν το βρίσκεις στενόχωρο, είδες, τουλάχιστον, πώς είναι. Για την εμπειρία. Όχι, δεν θα το ξανακάνουμε του χρόνου αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Όμως κάποια στιγμή τότε, την ώρα που θα πέφτετε για ύπνο, μπορεί και να παραδεχθείτε ότι πέρσι ήταν καλύτερα.