Καθώς το φετινό Πάσχα συνδυάζεται με την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, δεν μπορεί παρά να θυμηθούμε πόσο στενά συνδέθηκε η χριστιανική Ανάσταση (και μάλιστα η ορθόδοξη – που δίνει και μεγαλύτερη έμφαση σ’ αυτή τη μέρα) με την Επανάσταση, την «Ανάσταση του Γένους». Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η Επανάσταση δεν ήταν ένα ξαφνικό γεγονός χωρίς ιστορικό βάθος, αλλά αποτέλεσμα μιας συνεχούς όσο και ιδιαίτερα δύσκολης πορείας μετά την Aλωση, για την οποία ακούστηκαν ελάχιστα στις πρόσφατες εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ το γεγονός της διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης πολύ πριν τον 19ο αιώνα αντιβαίνει στη διαδεδομένη σε πολλούς μυωπική θεώρηση πως τα έθνη είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα.
Hδη από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν μετά την Aλωση, οι καταστροφές που έφερε η κατάκτηση από τους Τούρκους (μαζικοί και ατομικοί εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα, αιχμαλωσίες και μετατροπή σε δούλους, βασανισμοί, εκτελέσεις και μαζικές σφαγές) είχαν ως δραματικές συνέπειες τόσο τη μεγάλη δημογραφική μείωση του ελληνικού στοιχείου (που ενισχύθηκε με τη μαζική φυγή προς περιοχές εκτός τουρκικού ελέγχου) όσο και τις πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής, που έκανε ακόμη δυσκολότερες η καταστροφή των αστικών κέντρων και η διάλυση των παραγωγικών δομών. Ζώντας σε αυτές τις συνθήκες το βασικό σχήμα που κυριάρχησε δεν ήταν άλλο από το θρησκευτικό σχήμα των Παθών που ακολουθούνται από την Ανάσταση. Και αυτό το σχήμα είχε πολλαπλές λειτουργίες (θρησκευτική λειτουργία, υποστηρικτική – ψυχολογική λειτουργία για τον δύσκολο καθημερινό βίο, αλλά και πολιτική λειτουργία). Πράγματι, πέρα από την καθαρά θρησκευτική του λειτουργία, έδινε, όντας θεμελιώδες στοιχείο της χριστιανικής θρησκείας, στους υπόδουλους χριστιανούς τη δύναμη να αντέξουν καθώς υπήρχε η φωτεινή ελπίδα της Ανάστασης – της Λαμπρής, ενώ παράλληλα παίρνοντας κοσμικό χαρακτήρα, η Ανάσταση ταυτιζόταν με την Ανάσταση του Γένους.
Ετσι, η Ανάσταση εμφανίζεται σε αφηγήσεις-θρύλους που δίνουν θάρρος και υπομονή υποβάλλοντας την ιδέα της αποκατάστασης της παλιάς δόξας. «Το 1522, στο ξημέρωμα της μεγάλης Κυριακής της Λαμπρής πήγαν οι Ντερβίσηδες στην Αγιά Σοφιά, που ήταν το τζαμί τους, να κάνουν προσευχή. Αλλά όταν έφτασαν στα προαύλια, είδαν φως μέσα στο ναό και άκουσαν να ψέλνεται το “Χριστός Ανέστη”. Όταν όμως ο Σουλτάνος έδωσε εντολή να τους κυνηγήσουν, το φως και η ψαλμωδία σταμάτησαν».
Βέβαια, η έννοια της Ανάστασης προϋποθέτει συνέχεια, που συνδέεται με μία διακριτή ταυτότητα, οριζόμενη μέσα από ένα σύνολο βασικών χαρακτηριστικών. Και τα βασικά στοιχεία αυτής της ταυτότητας, που συγκρότησε έναν διακριτό εθνικό χαρακτήρα, ήταν η χριστιανική θρησκεία, η ελληνική γλώσσα και οι λαϊκές παραδόσεις του καθημερινού βίου, που στην πορεία ενισχύθηκαν με την παιδεία.
Κατ’ αρχήν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης έπαιξε η Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς παρέμεινε ως ο μοναδικός επίσημος θεσμός των υπόδουλων Ελλήνων (και των άλλων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής), λόγω της πολιτικής απόφασης των οθωμανών κατακτητών, αντικαθιστώντας στη συνείδηση των Ελλήνων τη χαμένη αυτοκρατορία, όπως γράφει (μεταξύ άλλων) ο Σβορώνος. Υιοθετώντας μια πολιτική συνεργασίας με το τουρκικό κράτος, το πατριαρχείο προσπάθησε να υπερασπίσει, όσο μπορούσε καλύτερα τα συμφέροντα των υπόδουλων, διατηρώντας ταυτόχρονα την πολιτισμική παράδοση.
Εχει μάλιστα παρατηρηθεί πως μόνο η διατήρηση της γλώσσας δεν ήταν αρκετή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης καθώς όσοι εξισλαμίστηκαν τούρκεψαν, αν και δεν άλλαξαν τη γλώσσα τους. Στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης συνέβαλε επίσης η διατήρηση των εθίμων του λαϊκού βίου, πράγμα που αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό καθώς η μεγάλη μάζα του πληθυσμού δεν ήξερε πλέον γράμματα. Είναι δε εντυπωσιακό το πώς τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού διατήρησε τη χριστιανική θρησκεία, παρά το ότι αυτό σήμαινε (στην καλύτερη περίπτωση) μειονεκτική θέση μέσα στο τουρκικό κράτος. Σχετικά είχε αναφερθεί σε αυτό ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις: «Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους. Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες και εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται, και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστην τους και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας».
Από την άλλη πλευρά είναι εντυπωσιακό το ότι διατηρείται αυτή η συνέχεια της εθνικής συνείδησης ενώ βασικά συστατικά της αλλάζουν περιεχόμενο, χωρίς να την επηρεάζουν: έτσι στα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση η Ανάσταση του Γένους έχει το νόημα της ανασύστασης μιας εξελληνισμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ στη συνέχεια η εθνική ιδέα αποδεσμεύεται από αυτήν, για να αποδεσμευτεί κατά τον 18ο αιώνα και από τον πολιτικό ρόλο της ορθοδοξίας, χωρίς να πάψει να τη θεωρεί συστατικό στοιχείο, ενώ και η μετριοπαθής στάση του πατριαρχείου γίνεται εμπόδιο στην επανάσταση. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε επίσης η επαναφορά κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου της έννοιας «Έλλην», που ενώ στους πρώτους αιώνες σήμαινε τους «εθνικούς» δηλαδή τους ειδωλολάτρες, έφτασε να γίνει συστατικό στοιχείο της εθνικής συνείδησης μέσα από τη σύνδεση με τον αρχαίο κλέος (σύνδεση που ευνοούσαν επίσης και όλοι οι φιλέλληνες). Έτσι, όπως γράφει ο Λέανδρος Βρανούσης στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, μαζί με την εξάπλωση της παιδείας που έφερε η οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών περιοχών «με την οικονομική, κοινωνική και πνευματική άνοδο του Γένους, η επίγνωση της προγονικής κληρονομιάς, κάτι σαν συναίσθημα υπεροχής, γίνεται αυτοπεποίθηση. Από τις μυστικές πηγές των μεσαιωνικών προσδοκιών, αναδύεται η πίστη σε κάποιο ιστορικό πεπρωμένο. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι μετά την εβδομάδα των παθών έρχεται η Ανάσταση».