Μέρος του πίνακα «Compartment C, Car 293» (1938) του Εντουαρντ Χόπερ | www.edwardhopper.net
Απόψεις

Η ανάγνωση ως πολιτισμικό κεφάλαιο

Η όποια προσωπική, συναισθηματική, επαγγελματική εξέλιξη ωθείται και ενισχύεται από την ανάγνωση βιβλίων, αλλά ως λαός δεν διαβάζουμε - το κατέδειξε μια πρόσφατη έρευνα. Είναι βασικό λοιπόν το σχολείο να αποδυναμώσει την αντίληψη ότι το διάβασμα είναι μία πολυτέλεια στην καλύτερη, μία πρακτική που επιδεικνύει ελιτισμό στη χειρότερη
Νίκος Καραμαλέγκος

Τις ημέρες του περασμένου Ορθόδοξου Πάσχα βρέθηκα στη Βαρκελώνη. Το δικό μας Μεγάλο Σάββατο στις 23 Απριλίου συνέπιπτε με τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (Sant Jordi) στην Ισπανία. Η συγκεκριμένη ημέρα είναι και η Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, ο δε Αγιος Γεώργιος είναι ο προστάτης της Καταλονίας. Την ημέρα αυτή, λοιπόν, στη Βαρκελώνη είναι επίσημη αργία και είθισται να δωρίζουν οι κάτοικοι της πόλης μεταξύ τους βιβλία ή τριαντάφυλλα, τα οποία αγοράζουν από πάγκους διάσπαρτους παντού.

Ηταν εντυπωσιακό ότι σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Βαρκελώνης, την Paseo de Gracia με τα πιο ακριβά εμπορικά καταστήματα της πόλης, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία αυτοκινήτων για την ημέρα και είχε γεμίσει σε όλο το μήκος της με περίπτερα εκδοτικών οίκων, σε πολλά από τα οποία βρίσκονταν και συγγραφείς που υπέγραφαν τα βιβλία τους.

Οι δε ουρές του κόσμου όλων των ηλικιών μπροστά σε αυτά ήταν τόσο μεγάλες και πυκνές, ώστε ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να προχωρήσεις. Για έναν έλληνα τουρίστα που τυχαίνει να είναι και συστηματικός αναγνώστης βιβλίων, η εικόνα ήταν ο ορισμός της γιορτής του βιβλίου. Και αναπόφευκτα έρχεται στο μυαλό η ρητορική ερώτηση αν θα ήταν πιθανή η ίδια εικόνα, π.χ., στη Σταδίου.

Η απάντηση επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΣΔΕΛ (Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου) με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» που δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Οπως αναγράφεται και στην ιστοσελίδα του ΟΣΔΕΛ, σκοπός της έρευνας που έτρεξε από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν η καταγραφή και η ερμηνεία του συστήματος των παραγόντων που καθορίζουν την αναγνωστική συμπεριφορά. Τα συμπεράσματα δεν θεωρώ ότι προκαλούν έκπληξη, αντιθέτως επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι δεν διαβάζουμε ως λαός, καθώς με βάση την έρευνα ο πληθυσμός τριχοτομείται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και εντατικούς αναγνώστες. Το δε μέσο πλήθος βιβλίων που έχουν διαβαστεί από τον γενικό πληθυσμό είναι τα πέντε βιβλία.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η έρευνα επιβεβαιώνει και την επίδραση του οικογενειακού, οικονομικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού περιβάλλοντος στην τιμή του δείκτη ανάγνωσης. Η πιθανότητα να διαβάζει κανείς είναι μεγαλύτερη όταν στο σπίτι όπου μεγάλωσε διάβαζαν συστηματικά οι γονείς ή ακόμα και οι παππούδες και όταν υπήρχε «λειτουργική» και όχι διακοσμητική βιβλιοθήκη. Καθώς δεν είναι εφικτό να τροποποιηθεί το οικογενειακό περιβάλλον, είναι προφανές ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αναλαμβάνει την ευθύνη να καταστήσει ελκυστική την ανάγνωση σε ένα παιδί.

Το σχολείο είναι αυτό που θα πρέπει να αναδείξει τον πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό που έδωσε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος, στην ομιλία του κατά την εκδήλωση παρουσίασης των αποτελεσμάτων της έρευνας, την επιστημονική διεύθυνση της οποίας είχε ο ίδιος: Η ανάγνωση βιβλίων είναι πολιτισμικό κεφάλαιο. Πρόκειται δηλαδή για κάτι που τοκίζεται και αποδίδει μακροπρόθεσμα. Η όποια προσωπική, συναισθηματική, επαγγελματική εξέλιξη ωθείται και ενισχύεται από την ανάγνωση βιβλίων. Η κατανόηση της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας, η προσπάθεια αποκωδικοποίησής της ή, έστω, προσανατολισμού μέσα σε αυτή, διευκολύνεται από την ανάπτυξη ενός τρόπου σκέψης που δεν είναι μονοδιάστατος. Και αυτό ακριβώς προσφέρει η ανάγνωση βιβλίων. Ενα πρίσμα που αναδεικνύει τις διάφορες αποχρώσεις σε μία μονόχρωμη για το απαίδευτο μάτι εικόνα.

Από την έρευνα και πάλι προκύπτει ότι «υπάρχουν κοινωνικές ομάδες των οποίων η κουλτούρα όχι απλώς προσανατολίζεται σε διαφορετικές αξίες από εκείνες που προϋποθέτει και συνεπάγεται η συστηματική αναγνωστική πρακτική, αλλά και απαξιώνει ρητά την ανάγνωση βιβλίων». Είναι πολύ βασικό το σχολείο να αποδυναμώσει την ισχυρή αντίληψη ότι το διάβασμα είναι μία πολυτέλεια στην καλύτερη, μία πρακτική που επιδεικνύει ελιτισμό στη χειρότερη. Γιατί είναι βέβαιο ότι οι συστηματικοί αναγνώστες μπορεί να αντιλαμβάνονται την επιθυμία ανάγνωσης ως προνόμιο, η αξία όμως του οποίου αυξάνεται με την επέκταση του στο μεγαλύτερο δυνατό πλήθος. Αν και πρόκειται για μία κατεξοχήν μοναχική ενέργεια, πιστεύω ότι όσοι ανήκουν σε αυτή την άτυπη κοινότητα αναγνωστών, θα ήθελαν αυτή ιδανικά να ταυτίζεται με την κοινωνία. Ποιος αναγνώστης δεν θέλει να μοιραστεί τα συναισθήματα που του προκαλεί η ανάγνωση ενός βιβλίου;

Το σχολείο πρέπει και μπορεί να αναδεικνύει την καταλυτική επίδραση του βιβλίου στην εξέλιξη ενός ανθρώπου. Από την άλλη, το δύσκολο είναι να μεταφερθεί σε μη αναγνώστη το συναίσθημα της ικανοποίησης που γεννά η ανάγνωση, κάτι που λίγοι εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί που οι ίδιοι αγαπούν το βιβλίο επιτυγχάνουν.

Ενα συναίσθημα που προσεγγίζει την ικανοποίηση της δημιουργίας. Γιατί η ιδανική ανάγνωση είναι μία παραγωγική διαδικασία, ο αναγνώστης νιώθει και μετατρέπεται στιγμιαία σε δημιουργό, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ειρωνικά, που παύει να διαβάζει. Είναι αυτή η γοητευτική αίσθηση του συνειρμού που αποτελεί πνευματική δημιουργία, όπως περιγράφει ο Ρολάν Μπαρτ σε ένα κείμενο του: «Δεν σας έχει τύχει ποτέ, ενώ  διαβάζετε ένα βιβλίο, να σταματάτε συνεχώς την ανάγνωσή σας, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά, αντιθέτως, από μια συρροή ιδεών, διεγέρσεων, συνειρμών; Με μια λέξη, δεν σας έχει τύχει να διαβάζεται ανασηκώνοντας το κεφάλι; (…) Είναι το κείμενο που γράφουμε μέσα στο κεφάλι μας όταν το ανασηκώνουμε». Ποιο μεγαλύτερο κίνητρο από αυτό για να διαβάζει κανείς!