Πριν μερικές εβδομάδες δημοσιεύθηκε υπουργική απόφαση που θεσμοθετεί, για άλλη φορά τη τελευταία δεκαετία, την εσωτερική αξιολόγηση των σχολείων. Μοναδική της πρωτοτυπία, η ταυτόχρονη πρόβλεψη και για ένα «είδος» εξωτερικής αξιολόγησής τους, που θα υλοποιηθεί διαμέσου υπηρεσιακών εκθέσεων των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Εργου (ΣΕΕ). Δηλαδή, του θεσμού και των προσώπων που δημιούργησε και επέλεξε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η ΝΔ προεκλογικά είχε δεσμευτεί να καταργήσει αμέσως, αλλά παραμένουν στη θέση τους.
Βέβαια, είναι γνωστό το «βάρος» που μπορεί να έχουν παρόμοιες εκθέσεις, ως αξιολογικές κρίσεις. Εξάλλου, η εσωτερική αξιολόγηση αποτελεί μετωνυμία όσων μέχρι σήμερα συνέθεταν τον Ετήσιο Προγραμματισμό -Αποτίμηση της σχολικής μονάδας. Δηλαδή, της αυτονόητης υποχρέωσης κάθε οργανισμού να θέτει ετήσιους στόχους, να παρακολουθεί και να αποτιμά την επίτευξή τους.
Αυτό, όμως, συμβαίνει εδώ και δεκαετίες στα σχολεία μας με τις Εκθέσεις Προγραμματισμού – Αποτίμησης του Εκπαιδευτικού Εργου. Η μόνη διαφορά τους με τα προβλεπόμενα στη νέα ρύθμιση έγκειται στο γεγονός ότι η μορφή και οι διαδικασίες σύνταξής τους κανονικοποιούνται επί το γραφειοκρατικότερο, ενώ προβλέπεται και η κοινοποίηση συνοπτικής εκδοχής τους στις ιστοσελίδες των σχολικών μονάδων, ως μορφή «απόδοσης λόγου» στην κοινότητα.
Με δυο λόγια νομοθετείται το αυτονόητο, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι η υλοποίησή του στη χώρα μας αποτελεί άθλο. Εξάλλου, η σχετική προσπάθεια κατά την περίοδο 2010-2014, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε ως ένα προαιρετικό, άριστα οργανωμένο πρόγραμμα, (συμμετείχαν 500 σχολεία), για να καταστεί υποχρεωτικό στη συνέχεια (2014), συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση των Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών και δυσφημίστηκε συστηματικά από τα γνωστά άτυπα κέντρα διαμόρφωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας των εκπαιδευτικών και των ομοσπονδιών τους.
Ως προς τις προβλεπόμενες εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης, δεν προβλέπεται και πάλι κάτι ριζικά διαφορετικό. Μέχρι χθες οι Εκθέσεις Προγραμματισμού και Αποτίμησης του Εκπαιδευτικού Εργου κοινοποιούνταν σε διοικητικούς προϊσταμένους και στα στελέχη παιδαγωγικής καθοδήγησης (ΣΣ, ΣΕΕ), οι οποίοι μπορούσαν να υποδείξουν τροποποιήσεις ή να αποφανθούν για το βαθμό επίτευξης των στόχων. Απλά με τη νέα ρύθμιση, η σύνταξη των εκθέσεων εξωτερικής αξιολόγησης καθίστανται υποχρεωτική για τους ΣΕΕ.
Ομως και πάλι παραμένει το βασικό πρόβλημα της στοιχειώδους αξιοπιστίας τους, αφού δεν υφίσταται, ούτε θεσμοθετείται πλαίσιο συγκρισιμότητας ως προς «πρότυπα» σχολικών μονάδων, ώστε να καθίσταται δυνατή οποιαδήποτε μορφή σύγκρισης. Πολύ περισσότερο, δεν προβλέπεται η αξιολόγηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων κάθε σχολείου, αν και κάτι τέτοιο συστήνεται επιτακτικά και από την Έκθεση Πισσαρίδη για την Εκπαίδευση. Με δυο λόγια θα πρόκειται για εκθέσεις ιδεών και όχι αξιόπιστες κρίσεις για την επίτευξη της βασικής αποστολής κάθε σχολείου, δηλαδή αν και τι γράμματα μαθαίνει στους μαθητές του.
Επιπλέον αυτών, ως προς την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει γίνει γνωστή η πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να προχωρήσει –ως μέρος ενός ακόμα «νέου» νόμου για την επιλογή στελεχών επί θητεία μετά το 1982–, στη θεσμοθέτηση μιας καθαρά «διαμορφωτικού» και «μη τιμωρητικού» χαρακτήρα αξιολόγησης. Δηλαδή, ενός συστήματος που δεν θα αφορά στην επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, με εξαίρεση την περίπτωση που κάποιος αιτηθεί την επιλογή του ως στέλεχος.
Αν ληφθεί όμως υπόψη, ότι οι θέσεις στελεχών –συμπεριλαμβανομένων και του μεγάλου αριθμού διευθυντών σχολείων – δυνητικά αφορούν το 5% των εκπαιδευτικών, ενώ το ποσοστό επανεκλογής σε αυτής ξεπερνά το 80%, είναι ξεκάθαρο ότι το σχεδιαζόμενο είδος αξιολόγησης –εφόσον αυτή τη φορά υλοποιηθεί σε αντίθεση με ό,τι έχει συμβεί από το 1988 μέχρι και σήμερα– δεν θα έχει την παραμικρή επίδραση στα εκπαιδευτικά πράγματα.
Οι εκπαιδευτικοί της έδρας «θα διαμορφώνονται» στο διηνεκές σε προβλεπόμενες πολύωρες συνεδρίες με τα στελέχη της καθοδήγησης και επιστρέφοντας στην τάξη θα πράττουν ό,τι μέχρι και σήμερα: οι φιλότιμοι και ικανοί εξαιρετικά τη δουλεία τους κι οι λοιποί τα γνωστά… Εξάλλου, μετά το 1980 με τις διαχρονικές ευλογίες των ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας ουδείς εισέρχεται επίσημα στο άβατο των σχολικών τάξεων, ώστε η Πολιτεία να έχει θεσμικά γνώση, έστω ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, για το τι στην ευχή συμβαίνει πίσω από τις κλειστές τους πόρτες. Μια ιδέα παίρνουμε μόνο από τις διεθνείς εκθέσεις αξιολόγησης των μαθησιακών επιτευγμάτων των μαθητών μας, που δείχνουν ότι τα πράγματα βαδίζουν από το κακό στο χειρότερο.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου αποφάσισε καθυστερημένα και σε συνθήκες πανδημίας να θεσμοθετήσει, πετώντας στο κάλαθο των αχρήστων το ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο του 2012-2014 που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται –μέχρι την κατάργησή τους από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ–, ένα όσο το δυνατόν πιο «light» σύστημα αξιολόγησης. Ενδεχομένως, με την ελπίδα ότι λίγο ή πανδημία, λίγο το περιεχόμενο των ρυθμίσεων, λίγο η πιθανότητα πρόωρων εκλογών μπορεί και να μην χρειαστεί να πιεί το πικρό ποτήρι της υλοποίησής του. Αλλά τα τύμπανα του πολέμου εκ μέρους των Ομοσπονδιών έχουν ήδη ηχήσει.
Εκείνο που μοιάζει να παραβλέπεται είναι ότι οι μέχρι σήμερα αποτυχίες υλοποίησης της αξιολόγησης στην εκπαίδευση δεν οφείλονται στην αυστηρότητα ή μη των σχετικών ρυθμίσεων, στην έλλειψη αυστηρών υπηρεσιακών εντολών ή στην εκάστοτε «κακή» πολιτική συγκυρία. Οφείλονται στην παραδοσιακή άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να επιδείξουν πολιτική βούληση ρύθμισης του θέματος.
Ενδεχομένως, αυτός είναι κι ο λόγος της καταφυγής σε ρυθμίσεις του τύπου «εσείς θα κάνετε ότι αξιολογείστε κι εμείς θα κάνουμε ότι σας αξιολογούμε», για να παραφράσουμε το σοβιετικό ρητό. Μοιάζει κι αυτή μια κάποια λύσις…
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας