Στο πρόσφατο συνέδριο «Η Ελλάδα Μετά ΙΙΙ» (19-20 Ιουνίου) πολλοί σημείωσαν την επίδραση του Ευάγγελου Βενιζέλου στο δημόσιο διάλογο και τη συνεισφορά του Κύκλου Ιδεών στην πορεία διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης πρότασης για την εθνική ανασυγκρότηση.
Το θέμα του άρθρου, όμως, δεν είναι ο Ευ. Βενιζέλος ούτε ο Κύκλος Ιδεών, αλλά το είδος της πολιτικής που υπηρετεί ο Κύκλος.
Ακούγεται παράξενο, ίσως, αλλά στην Ελλάδα, ενώ γνωρίζουμε καλά τι πρέπει να γίνει, δυσκολευόμαστε να το κάνουμε και συχνά αδυνατούμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Δεν πάσχουμε από προτάσεις ιδεώδεις και ακαδημαϊκές. Αντιθέτως, διαθέτουμε για όλα ισχυρό πολιτικό Υπερεγώ. Αυτό που κυρίως υποτιμούμε είναι οι ρεαλιστικοί και οι ενδιάμεσοι στόχοι και τα εφαρμοστικά εργαλεία. H ιδιαιτερότητα του Κύκλου έγκειται ακριβώς σε αυτό: εμπλούτισε τον δημόσιο διάλογο όχι μόνον με ακαδημαϊκές θεωρήσεις αλλά και με ρεαλιστικές προτάσεις άμεσα μετατρέψιμες σε πολιτικές, θεσμικές, κοινωνικές, και οικονομικές πρωτοβουλίες.
Απόδειξη, το γεγονός –ελάχιστα γνωστό!- ότι προτάσεις και πρωτοβουλίες του Κύκλου για ένα λειτουργικό κοινωνικό κράτος, μια ανταγωνιστική οικονομία και μια κοινωνία συνεκτική και αλληλέγγυα, υλοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Καθυστερημένα, βέβαια, και ενταγμένα στον εκλογικό της σχεδιασμό, που φαίνεται πως είναι το μόνο πραγματικό σχέδιο που διαθέτει και την κινητοποιεί.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, στο πλαίσιο της συζήτησης με θέμα «Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η μεσαία τάξη» (εδώ στο 5:46:44) αναγνώρισε στο πρόσωπο του κ. Βενιζέλου τον «πατέρα» της ιδέας, στην οποία βασίστηκε ο λεγόμενος νέος νόμος Κατσέλη. Στη συνέχεια εξήρε τα δύο βασικά καινοτόμα χαρακτηριστικά του νόμου, την ενιαία, τυποποιημένη ρύθμιση και τη συμμετοχή του κράτους, τα σημεία, δηλαδή, που συνιστούσαν την κεντρική ιδέα της πρότασης που κατέθεσε ο Κύκλος Ιδεών στο δημόσιο διάλογο πριν από ενάμιση χρόνο εδώ και εδώ (μέτρο 2ο) αλλά και στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών εδώ.
Ο νέος νόμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Κατηγορήθηκε από κάποιους για ευνοϊκή μεταχείριση προς τους μπαταχτσήδες, ενώ άλλοι τον χαρακτήριζαν ανεπαρκή, αφού δεν προστατεύει τους πάντες για πάντα. Ήταν, πάντως, στη σωστή κατεύθυνση προσφέροντας ρεαλιστική διέξοδο και ουσιαστική ελάφρυνση στα περισσότερα και στα πιο αδύναμα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Και, οπωσδήποτε, επενεργεί θετικά στην ανάταξη του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Αυτό αναγνωρίζεται όχι μόνον από τις διοικήσεις των τραπεζών αλλά και από έγκυρους ξένους οίκους -θετικό πιστωτικό γεγονός χαρακτήρισε ο οίκος αξιολόγησης Moody’s το νέο πλαίσιο για την προστασία της α’ κατοικίας εδώ.
Το «προεκλογικό» κοινωνικό κράτος
Το κοινωνικό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ιδέα απλοϊκή: τι διαθέσιμα έχω στα Ταμεία του Κράτους και πώς μπορώ να τα μοιράσω σε όσο το δυνατόν περισσότερους δυνητικούς ψηφοφόρους, για να ξεχαστεί το Βατερλό του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Βιαστικό, πρόχειρο χωρίς στόχευση και στρατηγική. Καμία σχέση με το Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης που ήταν σχεδιασμένο, στοχευμένο, επιβλήθηκε από την τρόικα και ο ΣΥΡΙΖΑ απλά για ένα χρόνο αρνιόταν-κωλυσιεργούσε να το εφαρμόσει.
Και για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε ένα εξίσου απλοϊκό σχέδιο: όπου μπορώ, χαρίζω. Χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που μεταχειρίστηκε τους δανειολήπτες του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. Κούρεψε γενναία όλα τα δάνεια! Κούρεμα 40% για όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής ευχέρειας. Δηλαδή, αν είχατε λάβει άτοκο δάνειο από τον ΟΕΚ το 2005, το οποίο εξυπηρετούσατε κανονικά, επειδή είχατε τη δυνατότητα, και το 2018 είχατε αποπληρώσει το 60% του κεφαλαίου, τότε το υπόλοιπο 40% σας το χαρίζουν ο κ. Πετρόπουλος και η κυρία Αχτσιόγλου εδώ. Γιατί όχι; Από την τσέπη τους τα έδιναν; Τόσο απλά!
Εισερχόμενοι, βέβαια, στην προεκλογική περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να γίνεται πιο δημιουργικός. Αναζήτησε εργαλεία και λύσεις πιο σύνθετες, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν το κοινωνικό του προφίλ και πέραν των αυτοματισμών και των ισχνών δυνατοτήτων των δημόσιων ταμείων. Έτσι οι αναζητήσεις του ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκαν με τις προτάσεις του Κύκλου για τα κόκκινα δάνεια και όχι μόνο.
Ακόμη λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Κύκλος Ιδεών είχε κρίσιμη συνεισφορά και σε ένα από τα ουσιαστικότερα μέτρα του προεκλογικού κοινωνικού κράτους του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο επανυπολογισμός των οφειλών των ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ με αναδρομική ισχύ και στη βάση των πραγματικών τους εισοδημάτων είναι μέτρο δίκαιο και κοινωνικά αναγκαίο. Δεν προκαλεί ζημιά στα δημόσια Ταμεία, ανακουφίζει τα νοικοκυριά από βάρη που επισωρεύτηκαν αδίκως ενώ, παράλληλα, ούτε τους μπαταχτσήδες ανταμείβει ούτε υπονομεύει την κουλτούρα πληρωμών.
Είναι μέτρο που «δεν έχει ταξικό πρόσημο, δεν είναι δεξιό ούτε αριστερό. Είναι απλώς ορθολογικό και δίκαιο! Και, ειλικρινά, απορώ γιατί δεν εφαρμόζεται ήδη!» Έτσι κατέληγε η τοποθέτηση του εισηγητή για το ζήτημα των εισφορών του ΟΑΕΕ εδώ στα πλαίσια workshop που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών με θέμα «Το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος ως καθοριστικοί παράγοντες για την πορεία μετά το 2019» ( 28.3.2018.)
Η πρόταση αυτή του Κύκλου Ιδεών έλαβε εκτεταμένη δημόσια προβολή, «ζυμώθηκε» στην κοινωνία και, εν συνεχεία, οι οργανώσεις ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ υιοθέτησαν και προώθησαν το αίτημα, ώσπου- πάλι καθυστερημένα- η πρόταση συνάντησε το προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ξέρετε, εκείνο που συνοψίζεται στο «είχαμε δεμένα τα χέρια, τώρα όμως, που βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, θα δείτε τον παράδεισο που σας τάξαμε το 2014 και ξανατάζουμε και σήμερα!»
Οι ασφαλισμένοι του ΟΑΑΕ, που δεινοπάθησαν στην κρίση και ευεργετήθηκαν τώρα από τη ρύθμιση, εκφράζονται με πολύ θετικά λόγια για τη ρύθμιση. Και για τους ίδιους ήταν έκπληξη το εύρος της ελάφρυνσης. Όχι ταμειακή διευκόλυνση αλλά πραγματική μείωση οφειλών, που επέρχεται μέσω της ρύθμισης από διαγραφή χρεών «αχρεωστήτως λογισμένων». Η έκπληξη οφείλεται και στο γεγονός ότι οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα δεν έχουν συνηθίσει να τους μεταχειρίζεται το κράτος με δικαιοσύνη.
Όπως προανέφερα, ήδη από τον Μάρτιο του 2018 ήταν άξιο απορίας γιατί η κυβέρνηση είχε καθυστερήσει τόσο. Κανένα μνημόνιο δεν την εμπόδιζε να υιοθετήσει τον επανυπολογισμό. Δεν προέκυπτε ταμειακό αποτέλεσμα, με την έννοια ότι η μείωση χρεών των ασφαλισμένων δεν είχε αντίκτυπο στα τρέχοντα έσοδα και στα τρέχοντα πρωτογενή πλεονάσματα. Και επειδή δεν υπονόμευε την κουλτούρα πληρωμών, οι Θεσμοί δεν έθεταν εμπόδια γι΄αυτό το μέτρο που, ουσιαστικά, ήταν η αναδρομική ισχύς ενός μνημονιακού νόμου.
Αλλά, τελικά, το μέτρο υλοποιείται το 2019 αντί του 2016. Τρία χρόνια καθυστέρησης, επειδή η κυβέρνηση ήταν ανεπαρκής και ουσιαστικά αδιάφορη να διαχειριστεί οτιδήποτε πέρα από την επικοινωνιακή διαχείριση των μνημονίων και το πελατειακό κράτος.
Η κριτική ακούγεται αυστηρή, όμως ήδη από το 2016, όταν διαμορφώθηκε ο νέος νόμος για το Ασφαλιστικό, η ρύθμιση του επανυπολογισμού των εισφορών φαινόταν προφανής μονόδρομος στην πορεία για τη δίκαιη και λειτουργική ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους. Αυτό αποτυπώναμε και σε μια πρωτόλεια πρόταση τον Ιανουάριο 2017: Πώς πρέπει να κουρέψουμε τα χρέη των ιδιωτών προς τον ΟΑΕΕ.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα που μαρτυρούν το εύρος της καθυστέρησης και της αδράνειας. Το πρόβλημα που δημιούργησε ο νόμος Κατρούγκαλου, π.χ. με τις υπερβολικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων με μεσαία εισοδήματα. Το Μάιο 2016, όταν ψηφιζόταν ο νόμος, γράφαμε εδώ ότι οι εισφορές για τους ασφαλισμένους στο ΕΤΕΑ (μηχανικούς, δικηγόρους κ.λπ.) μπορούσαν να μειωθούν από 38% σε 22%. Διορθώνοντας, αφενός, ένα υπολογιστικό λάθος του νόμου, που φούσκωνε τους συντελεστές εισφορών και, αφετέρου, καταργώντας, τροποποιώντας ή μετατρέποντας σε προαιρετική την υποχρέωση εισφορών για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ. Αυτές ήταν οι προφανείς και εύλογες παρεμβάσεις προκειμένου να αμβλυνθεί το πρόβλημα που δημιούργησε ο νόμος Κατρούγκαλου με την ασφαλιστική εξομοίωση μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, χωρίς να πληγεί η ουσία του νόμου.
O,τι δεν έγινε το 2016, όταν ο νόμος σχεδιαζόταν, ψηφιζόταν και η κοινωνία έβραζε, έγινε τρία χρόνια αργότερα στην τελική ευθεία προς τις κάλπες.
Το προεκλογικό 2019 η κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει το συντελεστή εισφορών για κύρια σύνταξη και να καταργήσει την υποχρέωση για επικουρική και εφάπαξ για τα εισοδήματα που ξεπερνούσαν το κατώτατο πλαφόν. Έτσι οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν από 38% σε 20% των εσόδων. Επειδή οι μειώσεις αφορούν μόνο τα εισοδήματα που ξεπερνούν το κατώτατο πλαφόν –εκεί δημιούργησε το πρόβλημα ο νέος νόμος- ουσιαστικά αυτές οι μειώσεις αφορούν ένα σχετικά μικρό τμήμα εισοδημάτων. Γι’ αυτό το δημοσιονομικό κόστος είναι μικρότερο από 100 εκατ.€ ετησίως, άρα δημοσιονομικά ήταν εφικτή η μείωση των εισφορών ήδη από το 2017, όταν ξεκίνησε και η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου.
Το «προεκλογικό» κοινωνικό κράτος δείχνει ότι υπήρχαν λύσεις για πολλά προβλήματα. Αλλά διαχειριστική επάρκεια δεν υπήρχε. Ούτε ενδιαφέρον ούτε κίνητρα. Όχι επειδή οι αρμόδιοι υπουργοί ήταν κοινωνικά ανάλγητοι – δεν το αποκλείω για κάποιους- αλλά επειδή στο μυαλό τους το κοινωνικό κράτος ήταν ταυτόσημο με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, τη σεισάχθεια και το αντιμνημόνιο. Πολιτεύτηκαν σα να κόλλησε εκεί η βελόνα, σαν να περιορίζεται η κοινωνική πολιτική μόνο σε ό,τι μπορούσε να εκληφθεί ως υλοποίηση δεσμεύσεων της Θεσσαλονίκης (π.χ. 13η σύνταξη). Πέραν αυτού, κενό. Μέχρι που φτάσαμε στο σωτήριο εκλογικό έτος 2019 και έπρεπε να επιδείξουν έργο.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, προφανώς! Υπό αυτό το πρίσμα, άλλωστε, και μόνον, μπορούν να θεωρηθούν όσα θετικά συνέβησαν την περίοδο 2015-2019. Σταθεροποιήθηκε το τραπεζικό σύστημα, αφού πρώτα διαλύθηκε το 2015, αποκαταστάθηκε (μερικώς) η επενδυτική εμπιστοσύνη και μειώθηκαν τα spreads, αφού πρώτα εγκατέλειψε τη χώρα κάθε υποψία εμπιστοσύνης το 2015. Απομακρύνθηκε το ενδεχόμενο του Grexit, αφού νωρίτερα φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού. Όμως, μιας και μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί, όπως έλεγε και ο Κέινς, ο χρόνος είναι πολύ κρίσιμο μέγεθος.
Χάσαμε τέσσερα χρόνια και στα μεγάλα (χρέος, ανάπτυξη κ.λπ.) και στα μικρά. Μικρά που, όμως, για τη ζωή καθενός μας είναι μεγάλα (χρέη στις τράπεζες, στα ασφαλιστικά ταμεία, φόροι, εισφορές κ.λπ.).