Κάποια στιγμή, κάπου το πήρε το μάτι μου. «Μέρα αγκαλιάς», λέει, ήταν το Σάββατο. Το βράδυ γλύκανα να σκέφτομαι αγκαλιές. Να δίνω, να παίρνω, μουσούδα να χώνομαι. Σφιχτές, κατάσφιχτες. Το «έχω». Αγκαλιές που ακόμα διατηρώ τη ζέστα τους στη σκέψη μου. Αγκαλιές των ορθάνοιχτων χεριών που προσκαλούν τα σώματα για να κολλήσουν, αλλά και αγκαλιές των ματιών που ευεργετικά κολλάνε βλέμματα για να μιλήσουν αμίλητα. Ουυυυ! Από αυτές να δεις πόσες και πόσες έχω!
Αναμεταξύ μας έχουμε και μια ιδιαίτερη αγκαλιά, την «οικογενειακή» μας. Ούτε που θυμάμαι πότε και πώς την καθιερώσαμε. Μάλλον… τι «μάλλον»; Σίγουρα θα την παρότρυνε η Λίλα. Την ονομάζουμε «Ολοι, όλοι, όλοι». Οποιος από εμάς τη χρειάζεται ή όποτε την έχει ανάγκη όλων μας η στιγμή, γινόμαστε μια αγκαλιά όλοι μαζί και για να το ενισχύσουμε φωνάζουμε ως Ινδιάνοι «Ολοι, όλοι, όλοι». Εχει πολλή αγάπη αλλά και πολλή πλάκα μαζί. Γι’ αυτό, όσες φορές την έχουμε αξιωθεί, εναλλάσσουμε συγκίνηση με άφθονο γέλιο.
«Μέρα αγκαλιάς». Στο μυαλό μου έρχεται κι εκείνη. Τη θυμάμαι έντονα. Ηταν μια βαριά, γκρίζα μέρα για μένα. Η μέρα της πρώτης μου χημειοθεραπείας. Ετοίμαζα μια υποτυπώδη μικρή βαλίτσα. Θυμάμαι, έβαλα ένα βιβλίο που εν τέλει δεν θα το διάβαζα ποτέ, αμφιταλαντεύτηκα να πάρω μια φωτογραφία… Οχι, όχι των παιδιών, τέτοιες ώρες. Ανούσιο ψυχής βάρος. Πήρα μια του πατέρα μου με τη μάνα μου ασπρόμαυρη. Εβαλα και μια τόση δα εικονίτσα. Μπορεί ένα πρόχειρο ρούχο, μια φόρμα, σίγουρα και ένα κοκαλάκι μαλλιών. Φόρεσα στον καθρέφτη σκουλαρίκια. Κραγιόν οπωσδήποτε. Τα δυο μαζί λειτουργούν σε μένα ως θάρρος.
Πήγαινα, ερχόμουν, σβέλτα, δυναμικά. Κάποτε ήμουν έτοιμη. Και μπορεί και να το είπα: «Ετοιμη, λοιπόν!». Εκείνος σηκώθηκε, στάθηκε προσοχή και με κοίταξε κάπως, όπως δεν έχει περιγραφή. Στάθηκα κι εγώ, ίσια, ολόισια κολόνα απέναντί του. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά τα μάτια μας, όσο δεν σφίχτηκαν ποτέ. Και από τα χείλη μου ξεκλειδώθηκε ένα «Φοβάμαι». Από τόσο βαθιά, όσο ποτέ δεν είχε κατορθώσει να ξεκλειδωθεί. (Γιατί εγώ μεγάλωσα με την κατεύθυνση της μαμάς μου για ό,τι μας φόβιζε, «Σφίξτε τα δοντάκια σας»). Και τότε, εκείνος άνοιξε διάπλατα, τεράστια τα χέρια του και δημιούργησε ένα λιμάνι για τη μανιασμένη μου θάλασσα. Και χώθηκα βαθιά του και ζεστά. Και αυτό που κυρίως θα του χρωστάω είναι ότι δεν με ξεγέλασε ούτε με μια λέξη παρηγοριάς. Τσιμουδιά! Μόνο αγκαλιά. Για άνθρωπο που ανδρώθηκε να παίζει τη γενναία…
Εκείνη η αγκαλιά είναι από αυτές που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και όσες φορές για οτιδήποτε του θυμώνω… Και θυμώνω άτσαλα… Στο ζύγι της ζωής μου, αυτόματα τον ανεβάζω. «Να θυμάσαι ότι σε αυτόν χάρισες το “φοβάσαι” σου», μου υπενθυμίζω. Κι αυτό, επίσης, είναι πολύ μεγάλο πράγμα.