Για μένα ακρογωνιαίος λίθος είναι τα μηλοπιτάκια. Κάτι ταπεινά μηλοπιτάκια λαδιού που ανακάλυψα στον φούρνο απέναντι. Kαταβροχθίζω ηδυπαθώς ένα κάθε απόγευμα, λίγο πριν πέσει το απαγορευτικό και η νύχτα γεμίσει με το φλούο τυρκουάζ των ντελιβεράδων της Wolt. Επ’ ουδενί ανήκω στους νεοβαπτισθέντες μάγειρες της πανδημίας. Νομίζω, ωστόσο, ότι αρχίζω και εγώ να ενδίδω σε αυτή τη μίνι επιδημία γαστριμαργικής νοσταλγίας της τελευταίας περιόδου.
Εχω, π.χ., μια πελώρια επιθυμία να φτιάξω την παραδοσιακή (της οικογενείας) κρεμ καραμελέ. Μου την έφτιαχνε όταν ήμουν επτά-οκτώ ετών μια αγαπημένη άτεκνη θεία. Πρώτα με πήγαινε να δω στο σινεμά τη «Μαίρη Πόπινς» (ή κάτι συναφές) και ύστερα μου έδινε το ατομικό μεταλλικό φορμάκι με την κρεμ καραμελέ μου. Χα, χα, διαβάζω ότι ο στιχουργός του «Α spoonful of sugar makes the medicine go down» («Μια κουταλιά ζάχαρη κάνει το φάρμακο να κατεβαίνει πιο εύκολα»), το έγραψε εμπνεόμενος από το πόσιμο εμβόλιο πολυομελίτιδας που έλαβε ο γιος του (μαζί με ένα κυβάκι ζάχαρη) το προηγούμενο βράδυ!
Οι μεζέδες των lockdown
Τον τελευταίο χρόνο, η τόσο εύθραυστη σχέση μας με το φαγητό πέρασε από πολλά στάδια. Το πρώτο lockdown το θυμόμαστε άπαντες πεντακάθαρα. Η εμμονή με τo banana bread και τα ψωμιά εν γένει. Το βάσανο της απολύμανσης των συσκευασιών από το σουπερμάρκετ. Οι νεοφώτιστοι σεφ («Εφτιαξα για πρώτη φορά φάβα/κατσικάκι στον φούρνο/μελομακάρονα/μπακαλιάρο). Η επιστροφή του οικογενειακού γεύματος γιατί (σχεδόν) όλοι ήταν πλέον στο σπίτι την ίδια ώρα. Για όσους διαβιούν μόνοι, η σαβουροφαγία, το ξέφρενο «zombie eating» (στο ένα χέρι το πιρούνι στο άλλο κάποια οθόνη) και κανένα ταπεράκι χάρη στην καλοσύνη των ξένων. Η ξέφρενη λαχτάρα για τα τσιπς. Το φαγητό στην πόρτα για τους ανεμβολίαστους ακόμα ηλικιωμένους γονείς. Το ανερυθρίαστο κρύψιμο από τα παιδιά παντός είδους λιχουδιών, με εκείνα βέβαια να ανακαλύπτουν όλες τις κρυψώνες και να αφανίζουν ακόμα και τα μέχρι πρότινος «cringe» σοκολατάκια υγείας.
Στα επόμενα lockdown (ή στο επονομαζόμενο «lockdown ακορντεόν» που διανύουμε), περάσαμε στην εγκαθίδρυση των νέων συνηθειών. Τα μπόλικα κιλά λόγω του ακατάσχετου μηρυκασμού και της παρατεταμένης ακινησίας. Η νεοποκτηθείσα εμμονή με την υγιεινή διατροφή στο σπίτι (ή η παντελής εγκατάλειψη στη σαβουροφαγία). Ο δίσκος ή το καλάθι με το φαγητό έξω από την πόρτα των ασθενών ή των ιχνηλατημένων «επαφών». Το γενναιόδωρο φιλοδώρημα στον μασκοφόρο τροφοδιανομέα που σου φέρνει τα σουβλάκια το βράδυ της Παρασκευής («Μόνο Παρασκευή και Σάββατο δουλεύουμε πλέον!»).
Και πολλά ακόμα. Οπως το παραληρηματικό «Τι θα φάμε;» όλων των παιδιών, όλων των ηλικιών, κάθε ώρα της ημέρας. Η χρήση του SMS 6 από τους εφήβους για «άσκηση» με παγωτό από το «Ninnolo» ή με σύριγγες πραλίνας από του «Jerry’s the Sweet Foodtruck». Οι εμβολιασθέντες υπερήλικοι γονείς που ξαναζώστηκαν τις παλιές αγγαρείες· τα τάπερ άρχισαν να πηγαινοέρχονται ξανά για αγνώμονα τέκνα και καλοζωισμένα εγγόνια. Τα «στερητικά συμπτώματα» από την κατεσταλμένη εστίαση: «Με τον πρώτο σερβιτόρο που θα μου πάρει παραγγελία, θα βγάλω αναμνηστική φωτογραφία».
Zoomερά γεύματα
Για κάποιους στα lockdown η κουζίνα μετεξελίχθηκε στο απόλυτο καταφύγιο, ένα μπούνκερ δημιουργικής παρηγορίας. Νέες συνταγές, νέα τηγάνια, νέα ήθη. Μιλάω με ένα ζευγάρι γνήσιων καλοφαγάδων που «ανασταίνουν» δύο μεγάλα παιδιά (το ένα προετοιμάζεται για Πανελλαδικές). «Αυτό που κάναμε ήταν να φέρουμε το έξω μέσα!» μου λένε σχεδόν με μία φωνή. Εκείνος χαλάρωσε με το ωράριο της δουλειάς και έτσι πήρε τα ηνία: «Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στην πρώτη ύλη, έχω μάθει απέξω και ανακατωτά τους τροφοδότες, ξέρω σε ποιον θα πάρω τα τυριά, ξέρω ότι στον τάδε θα πάω για παστουρμάδες, αγόρασα καινούργια σκεύη, φωτογραφίζω τα διάφορα στάδια της μαγειρικής…».
«Τέρμα δε το “παραγγέλνω”!» συνεχίζει ο χειμαρρώδης οικόσιτος σεφ. «Εχω φτιάξει παέγια τέσσερις φορές, χθες μαγείρεψα ρεβίθια σιφνέικα, όταν χιόνιζε είπα “ρε, έχω πεθυμήσει το σαλέπι”, κάθισα και έφτιαξα σαλέπι, το Σάββατο το μεσημέρι έχω καθιερώσει τους θαλασσινούς μεζέδες. Επίσης, κανονίζουμε κάθε εβδομάδα διαδικτυακή έξοδο με 5-6 φιλικά ζευγάρια. Βάζω και προϋποθέσεις: “Παιδιά, τσίπουρο για απόψε;”».
Το παράδοξο είναι ότι αμφότεροι αδυνάτισαν. «Από τότε που ξεκίνησε η πανδημία έχασα 10 κιλά!» μου λέει εκείνη. «Ηρθαν συνάδελφοι τα Χριστούγεννα στο γραφείο –είχαν να με δουν από το καλοκαίρι– και δεν το πίστευαν: “Εχεις μείνει μισή!”. Ο πιο πολύς κόσμος έχει πάρει βάρος. Εγώ σταμάτησα να παίρνω το λεωφορείο και περπατάω μία ώρα την ημέρα. Η δε έξοδος για τις προμήθειες έχει γίνει η κοινωνικότητά μου. Μπορεί, π.χ., να ξεκινήσω στις 7 το πρωί να πάω στον τάδε φούρνο στο Κουκάκι να πάρω βάσεις για τις σπιτικές πίτσες».
Οσο για τα παιδιά, η καλύτερή τους. «Τρώνε πιο υγιεινά, ακόμα και τα σουβλάκια που φτιάχνω εγώ, τα προτιμούν από τα έξω» συμπληρώνει εκείνος. Ασε που το οικιακό εστιατόριο λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως: «Με τα διαβάσματα ο μεγάλος έχει τα δικά του ωράρια. Πριν πέσω για ύπνο, του λέω “Εχει αυτό και αυτό, να φας”».
Comfort eating και ανισότητες
Και στο lockdown, βέβαια, τα γούστα όσα και οι ουρανίσκοι. Για τους έχοντες να ξοδέψουν βρέθηκαν, φυσικά, τρόποι. Οι πανάκριβες πολυμηχανές μαγειρικής (οι… Αlexa της κουζίνας) κάνουν θραύση. Στην Αθήνα το γκουρμέ delivery δίνει και παίρνει. «Κυρίως για ψητό ψάρι και ψαρόσουπα» με πληροφορεί γνώστης των γαστριμαργικών συνηθειών των βορείων προαστίων. «Και πάλι με φειδώ. Κανείς δεν θέλει να δώσει πάνω από 50 ευρώ το κεφάλι για να μαζέψει μετά τη λίγδα μόνος του και να βάλει το πιάτο στο πλυντήριο πιάτων».
Στο Λονδίνο, η υπηρεσία delivery Supper σού φέρνει στο σπίτι κροκ μεσιέ με μαύρη τρούφα από μία μίνι λίστα με high end εστιατόρια. Πιο δημοφιλή βέβαια και με πιο ευρύ μενού (από McDonald’s μέχρι «Hakkasan») παραμένουν το Uber Eats και το Deliveroo. Διαβάζω στους Financial Times ότι ο Γουίλ Σου, συνιδρυτής του Deliveroo και πολυεκατομμυριούχος πλέον, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να κάνει ο ίδιος τον ντελιβερά.
Νέα κοινωνικότητα
Η σκηνοθεσία των γευμάτων εξελίχθηκε και αυτή, προκειμένου να προσαρμοστεί στη νέα κοινωνικότητα. Κοινά γεύματα μέσω zoom (συχνά και με ανταλλαγή πιάτων) ή εναλλάξ μαγείρεμα σε ασφαλείς κοινωνικές «φούσκες» (π.χ. μεταξύ φίλων ή αδελφών). Εργαζόμενη μητέρα, που μεγαλώνει μόνη της τον 9χρονο γιο της, μου λέει πως, για να περάσει η ώρα, τον εμπλέκει δημιουργικά στο βραδινό: «Λίγο ακόμα να κρατήσει το lockdown, θα περάσουμε στο ασιατικό street σουβλάκι!». Θυμίζω ότι, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΔιαΝΕΟσις για το πώς ζουν οι Ελληνες έπειτα από έναν χρόνο πανδημίας (διενεργήθηκε στις αρχές Μαρτίου 2021), 94% δήλωσαν ότι τρώνε λιγότερο συχνά σε εστιατόρια και ταβέρνες (62,9% το αντίστοιχο ποσοστό τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν η εστίαση ήταν ανοιχτή).
Ετερη φίλη και δεινή μαγείρισσα που ζει στο Λονδίνο σκηνοθέτησε με φίλες της διαπολιτισμικά μαθήματα μέσω μαγειρικής (φυσικά στο Zoom). Κάθε μία ανέλαβε να διδάξει στις άλλες την κουζίνα της πατρίδας της, π.χ. ινδική. Η ίδια μου έστειλε απίθανες φωτογραφίες (την τράβαγε ο γιος της μέσα στην κουζίνα) από το δικό της σούπερ δημοφιλές ultra greek μάθημα, με σπανακόπιτες, ντάκους, κολοκυθοκεφτέδες, παντζαροσαλάτα. Οι μαθητευόμενες «ξένες» έγλειφαν τα δάχτυλά τους.
Eξυπακούεται ότι μαζί το «comfort eating», η πανδημία συμπαρέσυρε και άλλα φαινόμενα. Η παχυσαρκία π.χ. στα ύψη. Οι διαταραχές διατροφής, επίσης (ιδιαίτερα στους εφήβους, συχνά απότοκο της ζωής μέσα από την οθόνη). Ελληνίδα που ζει στη Γαλλία μού μιλάει για τη φίλη της 16χρονης κόρης της, που βρίσκεται αυτή την περίοδο διασωληνωμένη, όχι με κορονοϊό, με anorexia nervosa. Οι ανισότητες στη διατροφή και την άσκηση –και αυτές– σε έξαρση. Δίπλα στην επιδειξιμανία του Instagram και τις ταχυσυνταγές του TikTok, οι ουρές για τα δωρεάν γεύματα.
Η αλήθεια είναι ότι «Α spoonful of sugar makes the medicine go down». Διόλου τυχαίο ότι στο Ισραήλ, μαζί με το εμβόλιο, σου δίνουν δωρεάν πίτσα, χούμους και κιουνεφέ. Το φαγητό (η προετοιμασία, η παρασκευή και η προσμονή του) αναδείχθηκε ο απόλυτος μηχανισμός επιβίωσης, ένας απτός, εφικτός τρόπος να «κατέβουν» κάτω τα απανωτά φαρμάκια αυτού του απισχνασμένου από μυρωδιές, χρώματα και γεύσεις χρόνου. Ενός χρόνου που μας επέβαλε σπεσιαλιτέ a la quarantaine. Που μας έκανε να λαχταρήσουμε το «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι».