«Βρε μπες μέσα. Θα μας φορέσουνε κουδουνάκια». «Βρε τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς; Θα μας φορέσουνε κουδουνάκια». «Βρε τι είναι αυτό που φόρεσες; Θα μας φορέσουνε κουδουνάκια». Μεγάλωσα σε εποχή που η γειτονιά ήταν ο δικαστής Ντρεντ: αστυνομικός, δικαστής και δήμιος ήξερε μόνο μία ποινή. Να κρεμάει κουδουνάκια.
Και μπροστά στον τρόμο να κρεμαστούν κουδουνάκια, δηλαδή η γειτονιά να κουτσομπολέψει, το κορίτσι μάκραινε το φόρεμα και ερχόταν πριν τις 10, το αγόρι έκοβε τα μαλλιά να μη μοιάζει με μπίτλι και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Και όμοιοι. Χρειάστηκαν 40 χρόνια και τα social media για να καταλάβω ότι τα κουδουνάκια ποτέ δεν πεθαίνουν.
Μόνο αλλάζουν. Οι κοντές φούστες, τα μακριά μαλλιά και το ξενύχτι γίνονται φωτογραφίες, αναρτήσεις και κρύα ανέκδοτα. Με τα οποία «παίρνουν φωτιά τα social media» και απαιτούν, απολύσεις και παραιτήσεις. Τις διαπομπεύσεις μπορούν να τις κάνουν μόνα τους. Και χρειάζονται μπόλικες, αφού κάθε μέρα τα social media πρέπει να «παίρνουν φωτιά» από κάτι.
Τα social media μπορούν να γίνουν πολύτιμα.
Σε ατομικό επίπεδο, γνωριμίες έγιναν –έτσι το λέμε τώρα– άνθρωποι που θα περνούσαν στην απομόνωση αρρώστιες και πένθη μοιράστηκαν τη λύπη τους.
Σε πολιτικό επίπεδο, χειρόφρενα τραβήχτηκαν. Οπως στη λίστα αυτών που δικαιούνταν εμβολιασμό, που είχε γίνει σαν λίστα προσκλήσεων σε δεξίωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας. «Αχ, χρυσή μου είσαι στη λίστα για τους εμβολιασμούς; Εμάς μας είπε ο Κυριάκος ότι πρέπει να εμβολιαστούμε για να δώσουμε το καλό παράδειγμα στον κόσμο».
Τα social media όμως μπορούν να γίνουν και παραμορφωτικός καθρέφτης. Υπουργοί που είναι του κλώτσου και του μπάτσου στα social media, όπως ο Βασίλης Κικίλιας, έρχονται πρώτοι στις μετρήσεις. Οπως τότε η ζωή δεν ξεκίναγε από τα Καρπάθικα για να τελειώσει στην Πηγάδα, σήμερα δεν ξεκινάει από το Τwitter για να τελειώσει στο Facebook (όπως μου λένε ότι για κάποια στελέχη μέσου βεληνεκούς ισχύει στα bunker του Μαξίμου). Ανάμεσα στο «αντιδράω» και το «χοροπηδάω» σαν τη μαριονέτα η διαφορά είναι ελάχιστη.