Απόψεις

H συνενοχή του «πού να μπλέκω τώρα»

Μήπως έχουμε καταντήσει «αμέτοχοι θεατές» στη φρίκη του διπλανού μας; Πόσο διατεθειμένοι είμαστε, άραγε, να βγούμε από τη βολή μας για να συντρέξουμε κάποιον που πνίγεται ή απλά σκοντάφτει στη μέση του δρόμου;
Λένα Παπαδημητρίου

Προ ημερών, με το ψιλόβροχο ακόμα, είχα πάει στο καθαριστήριο απέναντι, όταν άκουσα έναν γδούπο και κάτι φωνές. Κοίταξα έξω. Ενας ηλικιωμένος κύριος είχε σκοντάψει και είχε σωριαστεί φαρδύς πλατύς στις πλάκες του πεζοδρομίου. Τρέξαμε δυο-τρεις να βοηθήσουμε, κάποιος άρχισε να αναθεματίζει τον νυν δήμαρχο («Ξαναψηφίστε Μπακογιάνη για να ξαναδείτε τη γλύκα»). Τον βοηθήσαμε να σηκωθεί, τίποτε το σοβαρό, εκτός από ένα σκίσιμο στα χείλη και πολύ αίμα.

Την προσοχή μου τράβηξε μια μεσήλικη κυρία που είχε  ζαρώσει σε μια γωνιά μέσα στο καθαριστήριο. «Ούτε να βλέπω δεν θέλω» είπε τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το iqos της.

Οσο και αν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι επιμένουν ότι η πλειονότητα των ανθρώπων θα σπεύσει ενστικτωδώς να συντρέξει κάποιον που έχει ανάγκη, ο φόβος, η αυτοσυντήρηση και το «ούτε να βλέπω δεν θέλω» ωθεί όλο και περισσότερους από εμάς να μένουμε ζαρωμένοι και παθητικοί στη γωνία.

Το «bystander effect» («το σύνδρομο του αμέτοχου παρατηρητή») είναι παλιά υπόθεση. Με δυό λόγια μεταφράζεται σε «όσοι περισσότεροι είναι παρόντες, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες κάποιος να αντιδράσει».

Πρωτοδιαπιστώθηκε στις 13 Μαρτίου 1964, όταν η 29χρονη Κίτι Τζενοβέζε (εξ ου και το «σύνδρομο Τζενοβέζε») δέχθηκε το βράδυ άγρια επίθεση από έναν άνδρα οπλισμένο με μαχαίρι, ενώ επέστρεφε από τη δουλειά στο σπίτι της, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Η νεαρή φώναξε απελπισμένα για βοήθεια. Οι 38 γείτονες από τις διπλανές πολυκατοικίες –όπου τα φωτάκια άρχισαν να ανάβουν ένα ένα– είχαν 35 ολόκληρα λεπτά για να επέμβουν. Αλλά δεν το έκαναν.

Οπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, άλλος νόμισε πως επρόκειτο για ερωτικό καβγαδάκι, δύο ήθελαν να γυρίσουν στο κρεβάτι τους, ένας είχε άγχος για την αυριανή σύσκεψη στη δουλειά, κάποια γυναίκα αναθεμάτισε το σημείο του πλανήτη στο οποίο αναγκάστηκε να φέρει στον κόσμο τα παιδιά της, μια νεαρή ξαγρύπνησε και άρχισε να γράφει ερωτικά ποιήματα στο ημερολόγιό της. Μόνο ένας φώναξε: «Εϊ, άσε την κοπέλα ήσυχη!».

Η Κίτι Τζενοβέζε δέχθηκε εκείνο το βράδυ 17 μαχαιριές. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα, στο ασθενοφόρο.

O νέας γενιάς «θεατής» με το κινητό

Σήμερα πλέον υπάρχει και ο νέας γενιάς «αμέτοχος θεατής», που καταγράφει με το smartphone. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό μπορεί να απαιτεί από μόνο του ηρωϊσμό (π.χ. στη διάρκεια μιας ένοπλης ληστείας), αλλά και ηθική εγρήγορση και υπευθυνότητα (χωρίς τα βίντεο των αυτοπτών μαρτύρων από το «Βlue Horizon», ενδεχομένως να μη γνωρίζαμε –εμείς και η Δικαιοσύνη– καρέ-καρέ τα τελευταία λεπτά της ζωής του αδικοχαμένου Αντώνη).

Ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που, ενώ μπορούν σε κάτι να βοηθήσουν, σηκώνουν απλά το smartphone και καταγράφουν. Στη Σουηδία διεξάγεται τα τελευταία χρόνια ένα τεράστιο ντιμπέιτ για τους bystanders με τα κινητά που δεν κουνούν ούτε το δάκτυλό τους. Το θέμα  ανακινήθηκε μετά από σωρεία περιστατικών (τροχαίων, ληστειών κ.ο.κ) με «πέρα βρέχει» αυτόπτες μάρτυρες να πατούν απλά το Record.

Τουρίστες στην καταστροφή

Φαίνεται ότι σήμερα η κατάσταση επιδεινώνεται. Είναι η ραγδαία μαζική απευαισθητοποίηση στη φρίκη από τα πολλά δεινά και τα πολλά βίντεο (είτε με υπέροχα γατάκια είτε με κηδείες Ουκρανών) στο TikTok. Είναι ακόμη τα απόνερα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» που τσιμεντοποίησε έτι περισσότερο το «μην μπλέκεις τώρα και έχουμε άλλα» και το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Είναι η λεγόμενη «compassion fatigue» («κόπωση της συμπόνοιας»), όταν καταπονημένος από τα απανωτά χτυπήματα της επικαιρότητας των τελευταίων ετών καταφεύγεις συνειδητά στην «οικονομία συναισθηματικών αποθεμάτων» (αυτό το «Δεν θέλω να βλέπω ή να ακούω άλλο») προκειμένου να περιφρουρήσεις τη δική σου εύθραυστη ψυχική υγεία.

Είναι ακόμα αυτή η ακατανίκητη έλξη να μαζέψεις  πολλές καρδούλες στο Instagram. Να είσαι ο πρώτος που θα καταγράψει in real time ένα ιστορικό γεγονός.

Αν π.χ. δω μια γιγάντια αρκούδα γκρίζλι να επιτίθεται σε έναν περαστικό καταμεσής της Πανεπιστημίου, δεν θα καθίσω βέβαια να τα βάλω με έναν από τους δεινότερους θηρευτές της φύσης (εντάξει, υπάρχει και χειρότερος, η πολική). Ούτε βέβαια θα φωνάξω το ΕΚΑΒ, αφού σε λίγα λεπτά δεν θα του έχει αφήσει ούτε κοκαλάκι. Ας κάτσω πίσω από κάποιον τσουρομαδημένο φοίνικα να τραβήξω το συμβάν με το iPhone μου. Θα με δείξουν όλα τα δελτία, τι λέω, viral θα γίνω, τι λέω, θα με φωνάξουν για συνέντευξη στο BBC World.

Υπάρχουν και άλλα που συντελούν σε αυτό το τσουνάμι συλλογικής απάθειας το οποίο κανένας κυματοθραύστης δεν είναι σε θέση να αναχαιτίσει. Να θυμίσω μόνο τη δημοφιλία που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια ο «τουρισμός της καταστροφής» («tourisme de la désolation», όπως τον αποκαλεί στο ομώνυμο βιβλίο του o γάλλος φωτογράφος Aμπρουάζ Τεζενά).

Κλείνω ένα τριημεράκι για να δω τα κουφάρια κτιρίων στο ερειπωμένο Τσερνόμπιλ· βάζω στο ψηφιακό φωτογραφικό άλμπουμ μου το κάδρο με τα δίδυμα μπροστά στον μοιραίο (σφραγισμένο, βέβαια, τώρα) πυρηνικό αντιδραστήρα, να έχω να νοσταλγώ τρυφερές οικογενειακές στιγμές.

Φτάνει επίσης να θυμηθεί κανείς την απάθεια ορισμένων τουριστών λίγες μέρες μετά το τσουνάμι στην Ινδονησία (26/12/2004) που στοίχισε τη ζωή σε  230.000 ανθρώπους. Τους έβλεπες στην παραλία, δίπλα από τα πτώματα, και σχεδόν άκουγες τον εσωτερικό τους μονόλογο: «Ολη τη χρονιά προγραμμάτιζα αυτές τις διακοπές, δεν θα χαλάσω τη ζαχαρένια μου».

«Τόσοι μάρτυρες είδαμε και ακούσαμε τι έγινε», διαβάζω τα λόγια μιαs εκ των επιβατών πάνω στο «Blue Horizon». «Είδαμε και το πλοίο που αμέσως έκανε απόπλου σαν να μη συνέβη τίποτα. Εγώ δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σιωπήσω, να μην πω την αλήθεια. Είναι ηθική υποχρέωσή μου».

Μακάρι να μη ζήσουμε ποτέ ξανά στιγμές σαν και αυτές της 5ης Σεπτεμβρίου 2023. Ας γίνει τουλάχιστον ο τραγικός θάνατος του Αντώνη Καρυώτη αφορμή να πυκνώσουν εφεξής οι φωνές επαγρύπνησης, αγανάκτησης, ετοιμότητας. Ας ηχήσουν εκκωφαντικά τα «Σώστε τον!».

Ας μη γίνει το απάνθρωπο τέλος ενός ανθρώπου στα απόνερα ενός πλοίου αφορμή να λησμονήσουμε ακόμα περισσότερο τις δικές μας ηθικές υποχρεώσεις ως πολίτες, ως αυτόπτες μάρτυρες, ως άνθρωποι.