Ας αρχίσουμε με αφορισμούς και παραδείγματα για τις δύο περιόδους του κράτους μας τα τελευταία 90 χρόνια. Από το 1945 έως το 1974, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1950, έχουμε όπως γράφει ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους» την ισχυρή μεταβλητή του «παρακράτους των δωσιλόγων» που αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό την προϋπόθεση για τη λειτουργία της οικονομίας των εργολάβων. Εκεί βρίσκεται η ρίζα της αδικίας που δίχασε επί δεκαετίες τη χώρα και εμπόδιζε ακόμη και τις υγιείς δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς να πετύχουν τη συμφιλίωση. Σε επίπεδο κράτους, ήταν η εποχή που ένα μεγάλο μέρος των πολιτών που διέθετε φάκελο δεν μπορούσε να εκδώσει ούτε δίπλωμα οδήγησης.
Το 1974 η χώρα πανηγυρίζει την επιστροφή του Καραμανλή και το τέλος της χούντας. Κι όμως, μέσα στο κλίμα ευφορίας υπήρχε για τους πιο οξυδερκείς και παρατηρητικούς το σπέρμα όσων θα ακολουθούσαν. Οπως είπε από σκηνής στις 8/7 στο Ηρώδειο ο Διονύσης Σαββόπουλος (στην παράσταση «Η δική μας Μεταπολίτευση»): «Θυμάμαι τη μέρα που γύρισε ο Καραμανλής με το αεροπλάνο του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν από το Παρίσι. Πανηγύριζε όλη η Αθήνα (…) Σιγά-σιγά κατέφθαναν η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, ο αξέχαστος Ανδρέας, στα λιμάνια ερχόντουσαν από τα ξερονήσια οι εκτοπισμένοι (…) Χιλιάδες σπίτια είχαν τα φώτα αναμμένα, πανηγύριζαν και υποδέχονταν τους δικούς τους από τη ξενιτιά, τις φυλακές και τις εξορίες. Υπήρχε ένα κλίμα ενθουσιασμού. Ο κόσμος έπαιρνε στους ώμους του τους πολιτικούς του ηγέτες. Καθένας είχε μια αίσθηση σαν τα πιο τρελά του όνειρα να μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Κι αυτό δημιουργούσε μια συλλογική έξαψη που να σας πω την αλήθεια εμένα με ανησυχούσε κάπως. Διότι περνούσε ας πούμε ένας με κόκκινο, του φώναζε ο αστυφύλακας, κι ο παραβάτης γελούσε: “Αστα αυτά! Εχουμε δημοκρατία τώρα!”»
Ο Σαββόπουλος, που φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα, που λογοκρίθηκε το έργο του, βίωσε, 30 ετών τότε, τη χαρά της πτώσης του καθεστώτος και τη μετάβαση στη δημοκρατία. «Είδε» όμως και το πνεύμα που κάποιοι, με περισσότερο θράσος από τους υπόλοιπους, θα αξιοποιούσαν προς όφελός τους για να φτιάξουν ένα κράτος που θα εξυπηρετεί τους ίδιους. Προφανώς ο Σαββόπουλος δεν εννοεί ότι την πατήσαμε από υπερβολική δημοκρατία (μακάρι να είχαμε ακόμα περισσότερη) αλλά ότι φτιάξαμε στο όνομα της δημοκρατίας ένα κράτος χωρίς κανόνες. Ενα κράτος που ευνοεί όσους έχουν θράσος και ρίχνει όσους σέβονται αυτά που είναι γραμμένα στους νόμους και στον ηθικό τους κώδικα (αλλά δεν τηρούνται από τους άλλους). Τουλάχιστον έτσι το διαβάζω.
Αυτό το άθροισμα από βιλαέτια επιμέρους συμφερόντων έγινε τελικά το κράτος της Μεταπολίτευσης που διαδέχθηκε το μαύρο κράτος της Δεξιάς και το παρακράτος των δωσιλόγων. Και μέσα σε αυτό το κράτος, παρά τις έντιμες και σημαντικές προσπάθειες που έγιναν (όπως το ΑΣΕΠ, τα ΚΕΠ και το Gov.gr), οι ευσυνείδητοι και εργατικοί υπάλληλοι συχνά χαλάνε την πιάτσα. Για κάθε νοσηλεύτρια που παλεύει μόνη της για 50 ασθενείς, νύχτα σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, υπάρχουν άλλοι τόσοι που συντονίζονται άψογα: όπως οι εφοριακοί της Χαλκίδας και η σπείρα των δημοτικών υπαλλήλων που τώρα αποκαλύπτεται.
Είναι οι απτές αποδείξεις για αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε. Οτι εξακολουθεί να υπάρχει κάτι βαθύτερο και με ρίζες, κάτι που προτιμάμε να κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε, ίσως γιατί είναι μέρος του συλλογικού μας εαυτού. Εμείς το φτιάξαμε. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, στα δύο λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα της παρέμβασης του σε μια επιτροπή της Βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010 δεν είπε μόνο τη φράση «μαζί τα φάγαμε» που αν την απομόνωνε κανείς άφηνε όντως το περιθώριο για παρερμηνείες:
—«Οταν το 1981 είχα μπει στην ελληνική Βουλή, μια ημέρα καθόμουν πίσω στα τελευταία καθίσματα που τότε —που ήταν πιο προσεγμένη η ποιότητα ζωής των βουλευτών— μπορούσε κανείς να καπνίσει, κάτω από τα μπαλκόνια. Και καπνίζαμε με τον αείμνηστο Τάσο Σεχιώτη, βουλευτή Αρκαδίας, τα τσιμπούκια μας. Με ρώτησε λοιπόν “πώς τα πας βρε Θόδωρε;”. Ημασταν και οι δύο νέοι βουλευτές —δεν είχαμε την ίδια ηλικία αλλά ήμασταν και οι δύο πρώτη φορά βουλευτές— και του λέω: “Καλά, αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι έρχονται και μου ζητάνε διορισμούς”. “Κι εμένα το ίδιο” μου απαντάει ο Σεχιώτης.
»Λέω “καλά, μα, στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, όταν λέγαμε αυτό το σημείο, ότι θα καταργήσουμε το ρουσφέτι, και θα πάψουν οι διορισμοί στο Δημόσιο για πολιτικούς λόγους, η αντίδραση ήταν ενθουσιώδης, υπερ-ενθουσιώδης. Πώς έρχονται τώρα και ζητάνε διορισμούς;”. Και μου απάντησε ο θυμόσοφος αυτός, όσοι τον έχουν γνωρίσει [τον Τάσο Σεχιώτη] μπορούν να εκτιμήσουν αναδρομικά το χιούμορ του: “Μα δεν κατάλαβες” μου λέει “εννοούσανε, και γι’ αυτό ήταν ενθουσιώδεις, να μην κάνουν οι άλλοι ρουσφέτια και να κάνουμε εμείς τα δικά μας”. Και πράγματι έτσι γινόταν επί χρόνια» ανέφερε ο Πάγκαλος στη Βουλή πριν φτάσει στο «μαζί τα φάγαμε».
Ο Πάγκαλος που κουβαλούσε με τη Citroën του Μίκη Θεοδωράκη όπλα από τη Γαλλία που έπρεπε να φτάσουν στην Αθήνα (συνέντευξη στο «Βήμα», 2013) για την αντίσταση στη χούντα, προφανώς δεν εννοούσε ότι ο εκδημοκρατισμός που έφερε το ΠΑΣΟΚ ήταν κάτι κακό ή μη αναγκαίο. Είναι προφανές ότι η καταστροφή των φακέλων και η έξοδος από το περιθώριο (που άρχισε από το 1974 ο Καραμανλής) ανθρώπων που έζησαν επί δεκαετίες με τον φόβο του χωροφύλακα ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ήταν κάτι σημαντικό και απαραίτητο. Αυτό που εννοούσε ο Πάγκαλος, ή τουλάχιστον έτσι το διαβάζω, ήταν ότι δημιουργήθηκε το κράτος της Μεταπολίτευσης χωρίς να συνοδεύεται από κανόνες.
Σε αυτό το άναρχο κράτος άνθισε η διαφθορά που ζήσαμε επί δεκαετίες. Ετσι γεννήθηκε και το σημερινό, «Διυπηρεσιακό κύκλωμα εκβιαστών» όπως θα διαβάσετε στο Protagon. Γιατί όταν υπάρχει προσωπικό συμφέρον και χρήματα οι υπηρεσίες μια χαρά «μιλάνε» μεταξύ τους και χωρίς χρονοτριβή. Την ίδια αποτελεσματικότητα επέδειξαν και τα μέλη του κυκλώματος των εφοριακών της Χαλκίδας. Τα κατάφεραν με το τεφτέρι και τη χαρτούρα.
Αρα το κράτος θα μπορούσε να συντονίζεται προς όφελος του πολίτη δεκαετίες τώρα, πριν από την εποχή των υπολογιστών, του internet και του email. Αλλωστε όπως λέει και ο λαός μας «οι Ελληνες όταν είναι ενωμένοι και συνεργάζονται μεταξύ τους μπορούν να κάνουν θαύματα».
Επομένως το ψηφιακό κράτος που επεκτείνεται, είναι απαραίτητο και πρέπει να απλωθεί παντού. Για παράδειγμα, είναι θετικό ότι ξεκινούν πιλοτικά οι ηλεκτρονικές κλήσεις της τροχαίας και καλό θα ήταν να συνεχιστούν οι παρεμβάσεις και αλλού, όπου υπάρχει ρουσφέτι.
Αυτά όμως δεν αρκούν, είναι μόνο ένα μέρος της απάντησης. Αν δεν αντιμετωπιστεί η σκληρή αλήθεια του Δημοσίου, στο οποίο εξακολουθεί να υπάρχει ένα μέρος της διαφθοράς κάτω από το σύννεφο (cloud) του ψηφιακού κράτους, η πραγματικότητα θα συνεχίσει να μας κυνηγάει. Και «να χαλάει μια ωραία ιστορία».